Αναγνώστες

21 Δεκ 2006

Υπέροχη μέρα (του Βασίλη #2)



Αποστηθίζουμε λοιπόν την υπεροχή μας στον φθόνο.

Συμφιλιωνόμαστε μαζί της, αν και μας αξίζει

Κάτι παραπάνω.

Στραγγίζοντας το οξυγόνο,

Φωτοσυνθέτουμε την αυριανή παλίρροια

Της δίνουμε χώρο για ν’ απλωθεί,

Ψυχές για να βουλιάξει.

Ουρανό στον ουρανό, φουντώνουνε οι φυλλωσιές

Των ρόγχων

Τα πουλιά κατέχονται απ’ την πίκρα της γέννησης

Κι ίσως στην εξοχή, η μοναξιά να’ ναι πιο ανθρώπινη,

Ίσως στη θάλασσα, από πύρινες γραμμές

Να σχηματίζονται ερωτικές ακροστιχίδες

Μα εμείς δεν πρόκειται να παρεκκλίνουμε,

Δεν πρόκειται να μιμηθούμε τον φιδίσιο ελιγμό

Ούτε και τους χαμαιλέοντες ανέμους.

Και την ώρα που θα προβάλλει το νέο λιόγερμα

Θα μας αρμόζει η πλώρη των λεωφόρων,

Συνεπαρμένοι απ’ τον ίλιγγο του ονείρου

Καθώς ξεσπάει η πυώδης σάρκα

Μαγεμένη,

Σ’ ένα βράδυ που οι ψίθυροι γίνονται φλόγες.


Υπέροχη μέρα.

Μέρα όμορφη πριν τις σάλπιγγες του χειμώνα…


©Βασίλης Κόκκοτας




του Βασίλη #1

«γίνομαι ξανά το θεσπέσιο πτώμα,

μισός βρύο, μισός αερόστατο

επαίρομαι για το νεογιλό δόντι του Νταλί,

σαπισμένο πια, όπως και μάτια μου»


Έκπληξη μεν, αναμενόμενη δε!

Ο διαδικτυακός -για την ώρα- φίλος Βασίλης Κόκκοτας, μου περιποιεί τιμή (και το εννοώ) να φιλοξενείται στο μπλογκ. Γιατί ανασαίνει ποίηση που ζηλεύω και θα ήθελα να γράψω: Το πραγματικό χωρίς περικοκλάδες και ταυτόχρονα χωρίς πεζότητες. Η ομορφιά* είναι δίπλα μας!


Αναγνωρίζω τη ζεστασιά των γεγονότων

Τα ανοιξιάτικα ενδύματα στις ιματιοθήκες των ρόδων

Γίνομαι ξανά το θεσπέσιο πτώμα,

Μισός βρύο, μισός αερόστατο

Επαίρομαι για το νεογιλό δόντι του Νταλί,

Σαπισμένο πια, όπως και μάτια μου,

Αρνούμενο όμως τις χρυσές ασφάλειες του θανάτου

Με τις μνημονικές απονευρώσεις

Και τους μασημένους ασφοδέλους.

Έναν τύμβο πριν, κι ενώ οι αιώνες εξοντώνονταν

Με μια κανιβαλική ποίηση,

Κάποια πλάσματα πλησίασαν την αθωότητα,

Θυμήθηκαν τα λόγια μου καθώς αναζητούσανε

Τα σπάργανα των ονομάτων:

Κάτω απ’ την μύτη υπάρχει το χαμόγελο

Και κάτω απ’ το χαμόγελο ο αρραβώνας.

Το χέρι που προτάθηκε λαξεύτηκε από αστερισμούς

Η μέρα ξύπνησε για να διαβάσει τις τροχιές τους

Κι η σιωπή που απλώθηκε, τα λάθη αποστήθισε.



©Βασίλης Κόκκοτας





*Ομορφιά: Δεν θυμάμαι ποιός το είπε, ότι δεν μπορεί να είναι όμορφος όποιος δεν έχει πονέσει.

10 Δεκ 2006

Τα πρώτα γράμματα


Το πρώτο του τετράδιο αντιγραφής, του τό ΄ντυσε ο μπαμπάς με τη μπλε σκούρα κόλλα, έτσι λέγαν εκείνο το σαν ψιλό χασαπόχαρτο, μαζί με όλα τα υπόλοιπα τετράδια. Κρύφτηκε το κροκί εξώφυλλο, πάει και η κακοτυπωμένη φωτογραφία -τη Ρόδο έδειχνε νομίζω-, χάθηκαν κάτω απ’ το ομοιόμορφο σκούρο μπλε της συννεφιασμένης θάλασσας όλα τα τετράδια, μαζί και το Αναγνωστικό. Η μυρωδιά μόνο έμεινε, αχ αυτή η μυρωδιά της μελάνης και του γεμάτου χημικά χαρτιού! Χρόνια μετά, την ξαναμύρισε στα τυπογραφεία πίσω από τη Ζωοδόχου Πηγής, σε κάτι στενά προς τα Εξάρχεια, όταν έβγαζε με τη παρέα του κάτι χειροποίητα περιοδικά. Ζωοδόχος Πηγή η μυρωδιά!

Γράμματα ήξερε πριν πάει σχολείο. Του τα είχε μάθει ο μπαμπάς ο απόφοιτος μετ' επαίνων του Δημοτικού, ο μπαμπάς που έβοσκε γελάδια και δεν σπούδασε γιατί η οικογένεια είχε ανάγκη. Διάβαζε και έγραφε, ο μικρός! Και με τι χαρά, άρχισε την αντιγραφή και ζωγράφιζε στο λευκό κουτί που άφηνε το πάνω μισό της σελίδας! Με σταθερές γραμμές το σχέδιο, τα χρώματα πάντα μέσα στο περίγραμμα και από κάτω οι λέξεις επαναλαμβανόμενες με γράμματα ισοϋψή, στρογγυλά, χωρίς μουτζούρες. Μια, δυό, τρείς, γάτα η κοντή δασκάλα, έπαψε να του βάζει άριστα, εννιάρια μόνο, κι’ αυτά με ερωτηματικό, τη στιγμή που με χαμόγελο σίγουρου χωροφύλακα, κάθε πρωί την ώρα της υπογραφής ρώταγε:

- Ποιός το ζωγράφησε;

- Εγώ, κυρία!

- Ποιος στο έγραψε;

- Εγώ, κυρία!

Το εννιά το έφτιαχνε μεγάλο, κάλυπτε όλη τη γραφή, «άλλη φορά να τα κάνεις μόνος σου» απήγγειλε γαμψά και φωναχτά μαζί, αναχωρώντας για το επόμενο θρανίο. Κάθε μέρα ο ίδιος διάλογος. Και η ίδια η δασκάλα απορούσε με τον εαυτό της, πώς κατάφερνε να μην οργιστεί με την επιμονή του μικρού στην απάτη! Κι ο μικρός απορούσε πάλι, πώς κατάφερνε να μη κλάψει με τα άδικα σκατά που τον έλουζε η κυρία! Που έβλεπε το τετράδιο της Κικής που ο πατέρας της είχε μπακάλικο και πολλές ελιές (ελές τις έλεγε η ίδια), να γεμίζει με «άριστα δέκα» ολογράφως, και ζήτημα είναι αν η Κική είχε γράψει ένα γράμμα με το χεράκι της μόνο του, χωρίς να της το κρατάει η μαμά!

Καλόβολος ήταν, χαζός δεν ήταν, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και πριν έρθουν οι γιορτές αφόπλισε τη δασκάλα. Άρχισε να ζωγραφίζει πιο λιτά και στα γρήγορα, χωρίς πολλά χρώματα αλλά η ρημάδα η γραφή συνέχιζε να είναι ίδια. Κι εκεί όμως βρήκε λύση: Έγραφε και στη συνέχεια έσβηνε και ξανάγραφε, και να οι μουτζούρες και να τα «άριστα δέκα» από την ικανοποιημένη πια κυρία. Και πώς έσβηνε; Η πρώτη γόμα είχε τελειώσει ή την έχασε, δεν θυμάται, δεύτερη δεν γινόταν να αγοράσει, οπότε χρησιμοποίησε τη γόμα του φτωχού: τη ψίχα του ψωμιού, ζουληγμένη σε βώλο. Το ξερό καρβέλι έσβηνε καλύτερα. Το φρέσκο όμως έκανε πιο ωραίο βώλο, μαλακό που δεν τριβόταν και έτσι το σβήσιμο φαινόταν μεγαλύτερο και είχε μια παστέλ εμφανή απόχρωση, ιδανική για τον σκοπό του. Κατάφερε με τις μουτζούρες και τις μουτζουρίτσες να γίνει πιστευτή η δική του προσπάθεια και να επιβραβεύεται για το έλασσον. Γλύτωσε την επιτίμηση, κέρδισε και το «άριστα».

Κάποια στιγμή, στη Δευτέρα πια, η κυρία τους έδειξε δυο χαρτονένιες ζωγραφιές, στη μια ένας λευκός κύκνος και στην άλλη μια χρωματιστή πάπια. Τι το ΄θελε να απαντήσει πρώτος, ζαλισμένος απ’ τα γυαλιστερά πράσινα και μωβ φτερά, ότι πιο όμορφο πουλί είναι η πάπια! Για δευτερόλεπτα η κυρία έχασε τη φωνή της, τα γυάλινα μικρά της μάτια μεγάλωσαν και έγιναν ίσαμε με το μικρό της στόμα, αυτό το σουφρωμένο στόμα που ξέσπασε σε ένα ανατριχιαστικό γέλιο! Πρώτη και τελευταία φορά που είδε αυτή τη γυναίκα να γελάει, στα τρία χρόνια που τον δίδαξε! Καλύτερα όμως να μην την είχε δει έτσι! Καλύτερα να μην ήξερε την προπαίδεια, καλύτερα να έγραφε το «και» με έψιλον, καλύτερα οτιδήποτε, οποιοδήποτε λάθος θα ήταν προτιμότερο εκείνη τη στιγμή! Ακούς εκεί, η πάπια ομορφότερη απ’ τον κύκνο! Το γέλιο της ασταμάτητο. Η ειρωνεία της στον καλύτερο μαθητή, μπροστά στα παιδιά τριών τάξεων, ξέσπασμα σαν να περίμενε χρόνια τη στιγμή που θα της έλεγε ότι η πάπια είναι ομορφότερη απ’ τον κύκνο! Και οι μαθητές τριών τάξεων να γελάνε δυνατά πίσω απ’ την πλάτη του, καθόταν βλέπεις στο πρώτο θρανίο, κι ανάθεμα αν κάποιος απ’ όλους θα απαντούσε κάτι διαφορετικό, για ένα πουλί άγνωστο, που δεν είχε χρώματα και είχε ένα μεγάλο στραβό λαιμό σαν του Νασ’ Νταραμάρα!

Περασμένα-ξεχασμένα! Τα χρόνια θέλοντας και μη, στεγνά ή βρεγμένα πέρασαν και προσπέρασαν τον μικρό που πορεύτηκε όπως κατάλαβε και όπως τον δίδαξαν. Γιατί, είπαμε, τα έπαιρνε τα γράμματα, έπαιρνε κι από συμβουλές. Μόνο που σαν μεγάλωσε, οι συμβουλές άλλαξαν. Του έλεγαν, για να προκόψει να είναι καθαρός απ’ έξω κι από μέσα, αλλά έβλεπε ότι πρόκοβε πάλι όποιος έκανε μουτζούρες! Του έλεγαν ότι η ζωή είναι όμορφη, αλλά τα χρώματα τα έβλεπε πάλι μόνο στις αφορισμένες πάπιες και οι κύκνοι συνέχιζαν να ζούνε κάπου αλλού! Κάποιες φορές στο όνειρό του τα μπέρδευε και έβλεπε ένα κύκνο με μουτζούρες στα φτερά, μια πάπια ολόασπρη, τον κύκνο πάλι να γελάει ειρωνικά ή την δασκάλα σαν πάπια στις γεμάτες σφήκες λάσπες του χωριού.

Περασμένα-ξεχασμένα! Μόνο που τελευταία, το όνειρο το βλέπει στο ξύπνιο του!...


1 Δεκ 2006

εορτή αεροστάτου

Εχθές ανήμερα του Αγι’Αντριός και διά τον λόγον αυτόν, τον Ανδρέαν Εμπειρίκον ενεθυμήθην. Παρασυρθείς δε από προηγηθείσαν συμπεριφοράν του τηληλιθίου Τερεντίου Κουίκ, όστις επί της γενεθλίου ημέρας του μακαρίου πλέον Μαστρογιάννη (διόρθωσις: Mastroianni), τω ηυχήθη μακροημέρευσιν, ούτως δε κα’γω υψώσας κύπελλον πλήρες καμπερνίτου οίνου, ανεφώνησα μεγάλως:

-Να μας ζήσεις να σε χαιρόμαστε, καυλιάρη καπετάν-Αντρέα!


Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο
Στα κάγκελα του κήπου ανοίγουν τα φτερά τους τα πουλιά
H γειτνίασις του ποταμού τα προσελκύει
Tο πάθος του γυπαετού για το άσπρο περιστέρι
Eίναι αποκορύφωμα βουνού με χιονισμένη κορυφή
Όταν λυώνουν οι πάγοι τραγουδάμε στις κοιλάδες
Tα νερά μάς μεθούν
Oι κόρες των ματιών μας πλένουν τους θησαυρούς των
Άλλες ξανθές και άλλες μελαχροινές
Έχουν στην όψι τους την ανταύγεια των ελπίδων μας
Έχουν στο στήθος τους το γάλα της ζωής μας
K' εμείς στεκόμαστε τριγύρω τους
Παντοτινά κελεύσματα μας περιβάλλουν
Oι θρόμβοι των βουνών πάλλονται και διαλύονται
Tα χιόνια τους είναι τραγούδια της ελεύσεως των νέων χρόνων
Tα χρόνια αυτά είναι η ζωή μας
Mέσ' στις κουφάλες τους αναπαύονται το μεσημέρι τα πουλιά
Kαμιά σχισμή δεν διευρύνεται χωρίς τον πόθο της διευρύνσεως
Kαμιά φορά γινόμαστε κλεψύδρες
K' οι σπόγγοι σφαδάζουν για την κάθε μας σταγόνα.




(
Στιγμή πορφύρας / Ενδοχώρα)

30 Νοε 2006

Ο βουκόλος σουρεαλιστής ξαναχτυπά

Ένα καλοκαιρινό πόνημα του βοσκού-ποιητή και φίλου Νίκου Λιόκη, βλέπει με καθυστέρηση (σόρυ Νίκο) το ψηφιακό φώς.



Ο Μικρός Ανατολικός



Πόσο ανευλαβώς τα καπούλια σου σείονται!

Τα δε ποδάρια σου αλληλέγγυα τους δρόμους βομβαρδίζουν

κι οι μπροστινές των παντελονιών καρδιές

με τούρμπο εκκινούν και αιματώνονται και αρματώνονται

τα σύνορα των φερμουάρ να παραβούν ορθοί φαντάροι,

ή ανατινάζοντες τις νάρκες των κομβίων τους

με την ορμή του στυλιαριού τους,

οσονούπω ως καμικάζι ν’ αναφλεγούν.


Του στήθους σου οι φλάσκες μελιτζάνες

ασφυκτιούν και φρίττουν

απ’ την φραγή λανθάνοντος στηθόδεσμου,

που ως κοτετσόσυρμα ελαστικό ορίζει

τον κήπο ή το βλέμμα; πες μας!

Πηγή είναι πάλι, ή καμίνι;

τούτη της φαντασίας μας η σίγουρη κορίτα,

που ένα κορδόνι -αγροφύλαξ κόκκινος-

«φύγε» διατάσσει, και μετανοιώνει: «σκίσε με!».


Τα γλουτιαία διάσελα,

διαφανώς,

καταγγέλλουν τις παλινωδίες σου.


3/7/06


27 Νοε 2006

Πυρ-Παράδεισος



Πόσο δίπλα να κοιτάξεις και να μην καείς,

που ό,τι αγαπάς, μύθος εν καμίνω.

Πόσο μέσα σου να πνίγεσαι

με σιγουριά ανάστασης,

όταν δεξίματα και αναχωρήσεις νανουρίζεις

με παρηγόριες

που αντί μωρό, κάρβουν’ αναμμένα

στην αγκαλιά σου σφίγγεις.

Βαρίδι ο φίλος, πέτρα ο έρωτας,

να μη ρωτάς, να βουτάς μόνο

και πάλι πάτο να μη βρίσκεις.


Παίρνεις ανάσα απ’ την αρχή,

βαθύ πηγάδι ο παράδεισος

και ορυχείο χωρίς στυλώματα,

δε φτάνουν τρεις αρνήσεις να τον βρεις.

Θέλει τους Λαιστρυγόνες ν’ αγαπήσεις

και τους λωτούς της άγνοιας να γευτείς,

να σκύψεις και μόνος σου να σηκωθείς,

να φλέγεσαι και να συγχωρείς,

τη φωτιά με τη φωτιά να σβήνεις.


21 Νοε 2006

Η μνήμη



Η μνήμη δεν ξέρει γράμματα.

Με μυρωδιές μιλάει και με νοήματα

γλώσσας λειψής απ’ αριθμούς κι από στροφές.

Η μνήμη

ίσα ευθεία πάει πίσω σε μέρες και κάμαρες κοντές,

και σε μεγάλες όχθες που σώματα τρυφερά αγκαλιάζονταν

να ξαναγίνει ίσκιος και δέντρο που πετάνε

σε ενεστώτα, αόριστο και μέλλοντα,

η μνήμη που γράμματα δεν ξέρει.


Κείθε μέσα καρτεράει αλαφιασμένη,

και δροσερή σαν το παλιό πρωί επανέρχεται

βροχή και φλόγα και ασβέστης

σαν ξωκκλήσι σε γιορτή καλοκαιριού,

η μνήμη

άβυσσος χαρά στο όνειρο,

ακάλεστη στο μεσημεριανό τραπέζι,

στη νύχτα χάδι και απόσταση,

η μνήμη

πιο τελεσίδικη κι απ’ το θάνατο.


18 Νοε 2006

Α Πορεία


"μετρώ την εποχή με τσίχλες!"

μου απάντησε ο Παρασκευάς, ο περιπτεράς στη συνηθισμένη μου ερώτηση: -πως πάει;
Ούτε που ρώτησα τι εννοεί, κι ας έμεινα με την απορία.


15 Νοε 2006

Πώς ο άνθρωπος γίνεται σκύλος!


Όταν φιλάς το χέρι που σε δάγκωσε,

όταν αγαπάς τα πόδια που σε κλώτσησαν,

όταν της λογικής η μυρωδιά διορθώνει το ένστικτό σου,

όταν μαζεύεις τις πέτρες που σου πέταξαν,

όταν τις πληγές λογαριάζεις για χάδια,

αρχίζεις σιγά-σιγά να γίνεσαι σκύλος.


Όταν στη στάση περιμένεις την βροχή

και σε προγκάνε τα παιδιά,

όταν ντρέπεσαι που ντύθηκες τα ρούχα τους,

όταν την πόρτα του παράδεισου χτυπάς

κι αφού σε κεράσουν γλυκό του κουταλιού

στις λάσπες σε πετάξουν αδιαμαρτύρητο,

τότε σκύλος αρχίζεις να γίνεσαι!


Όταν μεγαλώνουν τα αυτιά σου

αλλά το στόμα σου μαζεύεται,

όταν η μύτη και τα μάτια σου τρέχουν

και σε τρομάζει η φωνή σου,

όταν δεν χωράς στη μέρα

και στη νύχτα περισσεύεις,

όταν ο καθρέφτης σου σε φτύνει

κι εσύ στις ξένες λέξεις ψάχνεις να κρυφτείς,

το αλύχτισμά σου το τρύπιο θα μαρτυρά

πως πάντα σκύλος ήσουν!



10 Νοε 2006

Μια μητέρα μετράει τ' άστρα


« Ξεχάσαμε, οι γονείς. Ξεχάσαμε να ζούμε και το πληρώνουμε πέρα απ' τον δικό μας "θάνατο" με τον καθημερινό "θάνατο" των παιδιών μας. Κι έχει πολλά ονόματα αυτός ο "θάνατος"».


Απέναντι, δίπλα και ανάμεσα σ’ αυτά που θίγονται στο γνωστό γράμμα του Αλέξανδρου, μια γυναίκα (πολύ δική μου) βγάζει το δικό της πνίξιμο.

Παραθέτω ολόκληρο το email:




Αγαπητέ Αλέξανδρε κι αγαπητοί γονείς, Κόρη μου.

Διάβασα την επιστολή σου Αλέξανδρε και χαίρομαι πολύ που τολμάς να πεις τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Κι ας μας ρίχνει γροθιά στο στομάχι, αγαπητοί γονείς, κι ας μας πονάει! Καιρός να κάνουμε την αυτοκριτική μας, και να πάψουμε να στρουθοκαμηλίζουμε!


Είμαι, απλά, μητέρα μιας εικοσιτετράχρονης. Μια μητέρα που έφερε το παιδί της στον κόσμο, πολύ μικρή, δεκάξι χρονών.
Στην αρχή δεν ήξερα τί πάει να πει να ΄χεις παιδί. Ήμουνα, βλέπεις, παιδί κι η ίδια. Ένα παιδί που κοίταζε αμήχανα ένα άλλο παιδί.
Τί να κάνω τώρα μ' αυτό το πλάσμα, αναρωτιόμουνα. Και να είστε σίγουροι, έκανα πολλά. Έπαιξα μαζί της σαν συνομήλικη, θύμωσα που μου ΄παιρνε τα παιχνίδια (ή μήπως τη ζωή μου), την έκανα κολλητή μου, τη μάλωσα και τη δίδαξα να’ ναι δυνατή, (έτρεχα όμως να τη σώσω όταν τη ζόριζαν και τη πλήγωναν, δίνοντάς της το μήνυμα ότι δεν μπορεί η ίδια να προστατέψει τον εαυτό της), τη φόρτωσα με τα προβλήματα του γάμου μου με τον πατέρα της, τη λάτρεψα, την γέμισα ενοχές, την έπνιξα με την "αγάπη" μου!


Έκανα κι άλλα πράγματα. Καλά, αυτή τη φορά! Της μίλησα για τη μοναδικότητα και την αξία της ζωής. Της είπα ότι αποτελεί ύβρη για την ίδια τη ζωή, εκείνος ο άνθρωπος που δεν τιμάει τη ζωή του! Την παρότρυνα να παίξει, να ερωτευτεί, να ζήσει! Την κρατούσα από μικρή στην αγκαλιά μου και της διάβαζα λογοτεχνία και ποίηση!
Γούρλωνε όμως τα ματάκια της, μπερδεμένη απ' αυτόν τον άνθρωπο που είχε απέναντί της και της μιλούσε για τη ζωή και με κοιτούσε θλιμμένα. Όπως δεν ήξερα εγώ τί να κάνω μ’ αυτό το πλάσμα που έφερα στον κόσμο, έτσι κι εκείνη έμαθε να μη ξέρει τί να κάνει μ’ αυτή τη μάνα που της έτυχε. Κι έκανε ό,τι μπόρεσε. Έπαιξε σ' αυτό το έργο με χίλιους ρόλους, άλλοτε σαν μάνα μου, άλλοτε σαν κολλητή ή σαν οικογενειακή σύμβουλος. Ανάλογα με το τί έλειπε σε μένα κάθε φορά.


Δεν της έμαθα πως ο μόνος ρόλος που της ταιριάζει, είναι ο ρόλος του παιδιού.
Κι όμως, την αγαπούσα. Ήταν και είναι ό,τι πολυτιμότερο, στη ζωή μου! Μόνο που τα πιο ειδεχθή εγκλήματα είναι αυτά που γίνονται από αμέλεια, στο όνομα της αγάπης!


Και ξέρετε τί είναι αυτό, που έστω κι αργά ,κατάλαβα;
Δεν ήταν το θέμα ότι δεν ήξερα τί να κάνω με τη κόρη μου και πώς πρέπει να είμαι μ’ εκείνη. Μπερδεύτηκα γιατί δεν ήξερα τί να κάνω μ’ εμένα και πώς θέλω να ’μαι στη δική μου τη ζωή. Έλεγα, με όμορφες λογοτεχνικές εκφράσεις, στη κόρη μου να ζήσει και δεν ζούσα εγώ! Δεν τιμούσα η ίδια τη ζωή μου! Τί να καταλάβει το παιδί, λοιπόν; Αντιφατικό το μήνυμα. Βαρύ το χρέος. Ζήσε εσύ, γιατί δεν ζω εγώ!


Κι από πού να πάρει, το έρμο, μαθήματα ζωής; Απ' τους γονείς της που είχαν βουλιάξει τη ζωή τους στο πένθος, που προσέβαλαν ο ένας τον άλλον αλλά δεν χώριζαν για να μη πληγώσουν τάχα το ήδη πληγωμένο τους παιδί;
Κατάλαβα λοιπόν ότι δεν χρειάζεται λόγια, το παιδί. Πράξη ζωής, θέλει απ' τον γονιό του. Σήμερα που κατάλαβα τί σημαίνει ευθύνη γονιού, σήμερα που μπορώ να έχω την ευθύνη της δικής μου ζωής, προσπαθώ να φτιάξω τη σχέση μου μαζί της σε άλλες βάσεις. Την ευχαριστώ που ζει και μου δίνει το περιθώριο να ζητάω συγνώμη.


Να καταλάβει ότι ο γονιός του είναι καλά με τη ζωή του και τις επιλογές του. Κι έτσι να μπορέσει το ίδιο, να πορευτεί στη ζωή του με χρέος μόνο στον εαυτό του κι όχι σ' εκείνους που δούλευαν απ' το πρωί μέχρι το βράδυ για να μη του λείψει τίποτα, που ΄διναν λεφτά για να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα κι έτσι να καταξιωθεί "πετυχαίνοντας" σε μια σχολή, στους γονείς που ξέχασαν οι ίδιοι να πετύχουν και κρεμάστηκαν στο λαιμό του, πνίγοντας και το ίδιο!


Ξεχάσαμε, οι γονείς. Ξεχάσαμε να ζούμε και το πληρώνουμε πέρα απ' τον δικό μας "θάνατο" με τον καθημερινό "θάνατο" των παιδιών μας. Κι έχει πολλά ονόματα αυτός ο "θάνατος": βία, παραβατικότητα, κατάθλιψη, χρήση ουσιών και τόσα άλλα, που όταν έρχονται μπροστά μας, τρέχουμε σαν παλαβοί, να βρούμε τις αιτίες που τα προκάλεσαν. Ας μην ψαχνόμαστε αλλού!
Το δικό μας τέλμα, τον δικό μας θάνατο, καθρεφτίζουν, τα παιδιά μας. Εμείς είμαστε η αιτία κι από εμάς η Άνοιξη εξαρτάται!


Σ' ευχαριστώ, Αλέξανδρε!
Συγνώμη, Κόρη μου!


«Μαρία»

13 Οκτ 2006

τα λέμε...


Δυό κουβέντες

σουαχίλι

στα ελληνικά.

φταίω


Φταίω

που στη σκοπιά κοιμήθηκα

και δεν θυμήθηκα

να σε σκοτώσω.

η πτώση


Πώς ένας άγγελος

Χάνει τα φτέρά του;

-Αγαπάει!

η αλήθεια


Αυτό που μοιάζει ψέμα

είναι η αλήθεια που κάνει φασαρία.

Η αλήθεια είναι ψέμα

χωρίς το ποσοστό της έκπτωσης.




απάγκιο


Του ήλιου σου ο ίσκιος

με τυφλώνει

κι ούτε απάγκιο δεν βρήκα

σε παραγώνι.




γέφυρα


Μια γέφυρα που δεν περνάμε,

τι συζητάμε

αν ειν’ γερή;

Στη θάλασσα που βουτάμε

αποζητάμε

ανατολή!

3 Οκτ 2006

Ο Larry Cool ως Κανένας


Ο Larry Cool, στο τελευταίο του βιβλίο ΤΟΝ ΚΑΝΕΝΑ ΘΑ ΤΟΝ ΦΑΩ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ, σαν Οδυσσέας του κυβερνοχώρου, συγγράφει και μετέχει ταυτόχρονα στο μυθιστόρημα. Απίθανο; Για κάποιον που «δεν υπάρχει, ουδέποτε εγεννήθη, μηδέποτε απέθανε, καθ' οιονδήποτε τρόπο, εις κανένα τόπο, κατ' ουδένα χρόνο και πρόκειται περί φαντάσματος κυκλοφορούντος στις εσχατιές του κυβερνοχώρου, δημιουργηθέντος εκ τής συμπυκνώσεως των ατμών των κρυφών επιθυμιών των χρηστών του διαδικτύου» σύμφωνα με το βιογραφικό του, το αδύνατο καθίσταται φυσική συνέχεια στη ροή του μυθιστορήματος.

Ο Larry Cool- Οδυσσέας – Κανένας-Ούτις, περιφερόμενος και αγόμενος από τα κύματα του κυβερνοχώρου, ανακαλύπτει τη γλώσσα! Όχι σχηματικά, αλλά σκάβει βαθειά και σαν τυμβωρύχος βρίσκει «δαχτυλίδια με λέξεις-πετράδια, χρυσά βραχιόλια-ρήματα που έλαμπαν στο σεληνόφως, και στο φρικτό κρανίο της διαδήματα μ’ επίθετα που ακτινοβολούσαν».

Είναι αλήθεια! Δεν φανταζόμουν ότι λέξεις αρχαίες και καθημερινές θα μπορούσαν να παντρευτούν ζωη-ρά, σε ένα τόσο σύγχρονο θέμα, χωρίς να μοιάζουν επιτηδευμένες! Ο Λάρρυ το καταφέρνει –τι διάολο Οδυσσέας θα ήταν άλλωστε! Σήμερα που ο Παπαδιαμάντης και ο Ροΐδης μιλούν στη δημοτική, ο Λάρρυ καταφέρνει να τραγουδήσει με λέξεις ξεχασμένες(;) αλλά λαμπερές σαν τις χειροποίητες πόρπες που ανακαλύπτουμε στο σεντούκι της γιαγιάς. Και αποτελεσματικές!

Η υπόθεση του πονήματος ευφυέστατη: Ο Larry ξυπνά ένα πρωί και δεν θυμάται τίποτε. Ούτε καν τ’ όνομά του. Είναι κυριολεκτικά, ο Κανένας!
Περιπλανώμενος σε μια άγνωστη, ζοφερή μητρόπολη και προσπαθώντας να βρει ποιος είναι και τί του συμβαίνει, ανακαλύπτει μια προηγμένη τεχνολογικά –αλλά και εξαθλιωμένη- κοινωνία η οποία αντιμετωπίζει μια πρωτοφανή απειλή(...) Ο Larry αναζητώντας ταυτότητα και νόημα μέσα σ’ αυτόν τον παρανοϊκό κόσμο όπου κάθε ανθρώπινη αξία και βεβαιότητα συντρίβονται, παρασύρεται σ’ έναν κυκεώνα από ιλαροτραγικές περιπέτειες με τρομοκράτες, επιθεωρητές ασφαλείας, εικονικά όντα, κλπ
.

Πανεύκολα με τέτοιας βαρύτητας και πλοκής θέμα, ο συγγραφέας θα μπορούσε να χαθεί στα κύματα της έμπνευσης ή να γητευτεί από την Καλυψώ της πρωτοτυπίας. Ευτυχώς –για τον ίδιο και για μάς- ο Λάρρυ καταφέρνει να ξεφύγει. Σε κάθε σελίδα καραδοκούν εκπλήξεις είτε ύφους, είτε χρήσης των λέξεων, είτε απίθανου παραλληλισμού της σύγχρονης υπόθεσης με την ομηρική Οδύσσεια.

Αναρωτιέμαι μήπως μας κορόιδεψε ο Μπορίς Βιάν και δεν πέθανε, αλλά ζει και γράφει με το όνομα Λάρρυ Κουλ!

Μικρό δείγμα γραφής:

Τότε ο υετός έπαυσεν επ’ ολίγον, και εν τω ανοίγματι τ’ ουρανού ενεφανίσθη ο αργυρούς δίσκος της σελήνης πλέων γαλήνιος κι ατάραχος εν μέσω τρικυμίας μελανών νεφών άτινα εφέροντο ταχέως υπό ισχυρών ανέμων. Καλυπτομένη υπό ομβροφόρων νεφελών και πάλιν εμφανιζομένη η μεγαλοπρεπής σελάνα, προσέδιδεν εις το εξωπραγματικόν Λονδίνον μεταλλικάς αποχρώσεις, ενώ αι άπειροι κρεμάμεναι εκ του ιστού σταγόνες εξέπεμπον gris argent και gris perle λάμψεις.

20 Σεπ 2006

Τρίμματα



Καλομάθαμε!
Αδυνάτισαν τα δόντια μας.
Δεν μπορούμε να φάμε την αλήθεια ωμή!...













------------------------------------------



Να βουτάς στο πηγάδι
και να βγαίνεις απέναντι.
Να βουτάς στο σκοτάδι
και να βγαίνεις πανσέληνος.
Να καίγεσαι
-δάσος καλοκαιρινό-
και να βγαίνεις πέτρα.



-------------------------------




Τ' αστέρια λάμπουνε για σένα
και το ποτάμι δεν γυρίζει πίσω·
τόση κοινοτυπία πιά,
να μη γαμήσω!



Προφανές




Το προφανές
του προφανούντος
δοτική: προφανώ
(με υπογεγραμμένη).
Τον φανό
άδραξε και πες
φάνου! στην κλητική
και στην ανάγκη, στην προστακτική.



--

8 Αυγ 2006

Κάθε τρελό παιδί


Κείνο το πρωί του είπα καλημέρα
κείνο το πρωί του είπα καλημέρα.

Κάθε τρελό παιδί
έχει στο χέρι
φιλί της Παναγιάς
κι ένα μαχαίρι.

Κι η μάνα του δεν τραγουδά
κι η μάνα του δεν τραγουδά.

Κάθε που σφάζονται
δυο περιστέρια
η νύχτα καίγεται
στα δυο του χέρια.

Και το κορίτσι δεν μιλά
και το κορίτσι δεν μιλά.

Στίχοι-Μουσική: Μάνος Χατζηδάκις

Πρώτη εκτέλεση: Νανά Μούσχουρη

7 Αυγ 2006

Ωδή στον Αρμάνδο Διέγο Μαραδόνα




Αστραπηδόν επέταξε την μπάλα εμπρός
κι εκκίνησε απότομα ελαύνων ως μότο-κρος θηρίον·
απέναντί του πάραυτα τοποθετήθηκαν τα σώματα Εγγλέζων,
μόνο που δεν εθύμιζαν του Θρύλου μας τον Λάκη Γκλέζον
(τον μάγκα τον νυκτόβιο, που ως παίκτης τελευταίος,
πίσω από Σιώκο, Αγγελή και Γιάννη Γκαϊτατζή,
την μπάλα ή τον αντίπαλο καθάριζε μοιραίως).

Τέλος της παρενθέσεως, στον ήρωά μας πάλι:
Την σέντρα του Ρουβίκωνα διέβη ως Ύπατος ο Διέγο,
τούτον, ο των φτωχών τον βασιλέα, τον χαμηλόκεντρο γκαούτσο,
οι λευκοδόριοι υπασπιστές της πρώην αυτοκρατορίας τον εκυνήγησαν
ως στερημένοι εραστές, που τον αντίζηλον φλέγονται να πλήξουν.
Μα αυτός, προκλητικώς κι αέρινα διέφευγε παρά τα κυβικά του,
αφειδώς και οφιοειδώς
άλλους εντρίπλαρε επιεικώς,άλλους δε, εξάπλωνε στο χώμα,
και ως σούπερ φέρυ της γραμμής Ηγουμενίτσα - Ανκόνα
τον Σίλτον τον τερματοφύλακα πλαγιοκόπησε ωσάν μικρή στρειδώνα,
και όταν το πλεχτό του ηδονικώς εμβόλιζε,
πλην Λακεδαιμονίων, ο κόσμος όλος αναφώνησε:
  -Γειά σου Καραϊσκάκη μου, Διέγο Μαραδόνα!
   Εσύ, σαν τρέχων Μπολιβάρ, σαν σπέρμα του Γκεβάρα,
   έναντι των αποικιοκρατών τέρμα αντάρτικον επέτυχες, 
   Βελουχιώτικον, το γκολ του άπαντος αιώνα!

.

19 Ιουλ 2006

Knock, knock, knockin on heavens door


Knock, knock, knockin on heavens door
Knock, knock, knockin on heavens door
Knock, knock, knockin on heavens door
Knock, knock, knockin on heavens door

Mama, put my guns in the ground
I cant shoot them anymore.
That long black cloud is comin down
I feel like Im knockin on heavens door.

Knock, knock, knockin on heavens door
Knock, knock, knockin on heavens door
Knock, knock, knockin on heavens door
Knock, knock, knockin on heavens door

18 Ιουλ 2006

Το Δέρας


ποίημα του Σωτήρη Σαράκη











Καπετάνιο,
το πλένουμε καλά, όπως πρόσταξες
στην πιο όμορφη θάλασσα του κόσμου
κι ύστερα
τ’ απλώνουμε σ’ αυτόν τον υπέροχο ήλιο
όμως
μη λυπηθείς καπετάνιο
φαίνεται θα ’ναι μαγεμένο
κάθε φορά
την ώρα που κοντεύει να στεγνώσει
(μόλις που πάει να λάμψει το χρυσάφι του)
το αίμα
ενός καινούργιου παιδιού
το ξαναβάφει.

17 Ιουλ 2006

Η Σιωπή Είναι Συνενοχή!


ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΩ ΤΟ POST ΤΗΣ ΜΙΡΑΝΤΟΛΙΝΑΣ:


Χωρίς ρεπορτάζ απ τα σύνορα

Ο Χανάντυ Σαλμάν είναι δημοσιογράφος της Ας-Σαφίρ. Τον ανακάλυψα εδώ. Αναφέρεται ως αποστολέας των φωτογραφιών και του κειμένου που ακολουθούν.

Ένας φίλος που είναι στην περιοχή, κατάφερε κι επιβεβαίωσε την αυθεντικότητα των φωτογραφιών. Είναι όντως του ΑΡ.

Όποιος δεν αντέχει τα σκληρά θεάματα, ας αποφύγει τις εικόνες.

«Αγαπητοί φίλοι και συνάδελφοι,

θα πρέπει να σας ζητήσω να με συγχωρέσετε που σας στέλνω αυτές τις φωτογραφίες. Είναι φωτογραφίες παιδιών που σκότωσαν οι ισραηλινοί στο Νότιο Λίβανο. Είναι όλα καμμένα. Χρειάζομαι τη βοήθειά σας. Είμαι σχεδόν βέβαιος ότι οι φωτογραφίες αυτές δε θα δημοσιευτούν στη Δύση, αν κι είναι φωτογραφίες του Associated Press. Χρειάζομαι τη βοήθειά σας, για να δημοσιοποιηθούν. Το πρόβλημα είναι ότι είχε ζητηθεί από αυτούς τους ανθρώπους να εγκαταλείψουν το χωριό τους, Τερ Χαλφά, το πρωί, εντός δύο ωρών, αλλοιώς… Έτσι λοιπόν όσοι μπορούσαν να φύγουν κατέφυγαν στην κοντινότερη βάση του ΟΗΕ, απ όπου τους ζήτησαν να φύγουν. Νομίζω ότι μετά τις σφαγές της Κανα το 1996, όταν βομβαρδίστηκαν πολίτες που είχαν βρει καταφύγιο στο αρχηγείο του ΟΗΕ, ο ΟΗΕ δεν επιθυμεί να αναλάβει την ευθύνη για τις ζωές πολιτών. ΠΡΙΝ ΛΙΓΑ ΛΕΠΤΑ, οι ισραηλινοί ζήτησαν τους πολίτες του χωριού Αλ Μπουστάν στο νότο να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους. Φοβάμαι ότι οι σφαγές θα συνεχιστούν όσο οι ισραηλινοί δρουν ανεξέλεγκτα.
Σας παρακαλώ βοηθήστε μας όπως μπορείτε,
Χανάντυ Σαλμάν»



25 Ιουν 2006

λερναία μάνα

Στεγνή μου μάνα,

η σκληρή σου αγάπη

θα με κάνει άντρα;


Στο σκιερό σου φώς

ιδρώνω και κρυώνω,

κι εσύ θεός

με ζεσταίνεις

και γλυκά απομακρύνεσαι.


Όταν μεγαλώσω, όταν άντρας γινώ,

θα μπορώ να σου πω

πόσο αχάιδευτο με άφησες;

Θα μπορέσω να σε χωρέσω

ή να σε διώξω ίσως;


Όταν μεγαλώσω,

όταν άντρας γινώ,

θα γίνω μάνα καλύτερη

από σένα!

Κι όλα τα φιλιά που μ' αρνήθηκες

σ' όλες τις γυναίκες

εγώ θα δώσω.


23 Ιουν 2006

Οι δυό καρδιές του Στέλιου


Το είχα υποσχεθεί:
Το άλλο τραγούδι του φίλου μου Στέλιου, με όλα τα λιι και τα νιι της ντοπιολαλιάς μας!
Σ' όποιον αρέσουμε!

On your feets or on your knees!
From Levadia city: "Δυο καρδιές"!

STELIOS-dyokardies...

22 Ιουν 2006

καθρέφτης


Πόσο εσένα είδα
σ' ένα καθρέφτη εντός μου!
Εγώ εχθρός
εγώ και φίλος!
Σπασμένο κόκκαλο
και γύψος-ίαμα συνάμα.
Εγώ κι εχθρός,
εγώ και Δάμων,
εγώ ο δαίμων
και τιμωρός ευδαίμων
εσύ!

20 Ιουν 2006

Οι πρωινές μητέρες

Οι πρωινές μητέρες

με τη τσίμπλα στην καρδιά,

ώρα χαράματα σαν έξαφν’ ακουστεί

της επανάληψης ο θίασος,

αδίπλωτα αφήνουν τα σεντόνια

και με δίπλωμα ανάγκης

με σαράντα άλογα κι άλλα τόσα χιλιόμετρα

οδηγούνε τις Ιφιγένειές τους

στις Αυλίδες αυλές

των θυσιαστήριων σχολείων.


Οι πρωινές μητέρες,

σπουδάζουν καλύτερα απ’ τα παιδιά τους

το ουσιαστικό Κλυταιμνήστρα

και βέβαια γνωρίζουν άριστα

όλες τις πτώσεις του ονόματος

σαν να ‘τανε δικές τους.

Οι πρωινές μητέρες,

κλίνουν το ρήμα συμβιβάζομαι

σε όλους τους χρόνους,

όλο τον χρόνο.


Οι πρωινές μητέρες,

-άβαφα και άφωτα κορμιά-

νίβονται για να υγράνουν τη στέγνα τους,

χτενίζονται σαν τους τριακόσιους πριν από τη μάχη

και σε ένα διαγώνισμα λαθών,

κάθε μέρα ερωτεύονται τα παιδιά τους

με μιαν αγάπη σήριαλ.

Κι επειδή τον Βασιλιά ποτέ δεν σκότωσαν

γεννοβολούν αβέρτα Οιδίποδες,

ώστε νύμφες ανύμφευτες να τους συνοδεύουν

ως Οθέλοι κι αρκουδιάρηδες μαζί ,

οι πρωινές μητέρες!

Χορταρέοι και Τειρεσίες


Όταν ρώτησαν το μέντιουμ που έκανε προβλέψεις για το μουντιάλ της Γερμανίας, πώς θα πάει ο Τσε Γκεβάρα, απάντησε:

« Καλός παίχτης είναι, αλλά λίγο μεγάλος»!

22 Μαΐ 2006

τέλος εποχής / saison morte


Κι ας ήταν η Άνοιξη, η αγαπημένη μου εποχή.

Η κατάθλιψη με γυρόφερνε αλλά έχασε γιατί ήμουν προπονημένος.

Στολτίδης στο τετράγωνο.

Έκανα –όπως λέγαν οι παλιοί φαντάροι- δυό μήνες έξω (μακρυά, εκ του μακρόθεν, παρατηρητής χωρίς κυάλια και μικροσκόπιο, αποσυνάγωγος, exile on main street, αθλητής χωρίς προπονητή, πουτάνα χωρίς τον μαθημένο νταβατζή), ούτε διαδίκτυο και email, ούτε βεβαίως επαφές ιδιαίτερες που χρωστάω.

ΣΥΓΝΩΜΗ!

Μεγάλη, πολύ μεγάλη κουβέντα η συγνώμη για έναν αρβανίτη, όχι γιατί είναι εγωιστής αλλά γιατί την συγνώμη, ο αρβανίτης την δείχνει με τις πράξεις του και τη συμπεριφορά του (με όλο το κόστος του χρόνου), -δεν τη δηλώνει.

Πάτησα το πόδι μου έξω απ’ τη γή για να σταθώ πάνω σ΄ αυτήν, όπως προτείνει με το δίκηο του ο ποιητής.

Πολλές συγνώμες χρωστάω, το ξέρω, κι ελπίζω να τις έχω, αλλιώς πάλι θα πληρώσω τα επίχειρα της απόστασής μου.

θέλω να είναι τα τελευταία. (ψυχοθεραπεία μέσω blog?).

Έμεινα απ΄ έξω λοιπόν, αλλά σκηνικά που μου προκαλούσαν αλλεργία, γέλιο ή νεύρα, συνεχίζουν να μ’ εκνευρίζουν τόσο που θεωρώ σημαντικό να βγώ και με ένα άλλο ανορθόδοξο blog, κι ας είναι αυτό φωνή παράφωνου βοώντος (με ο,τι αυτό συνεπάγεται).

ΣΥΓΝΩΜΗ Ρεγγίνα, Πύργαρη συντοπίτη, κε Κρανιά και οι άλλοι που σας οφείλω επαφή.

Έσεται ήμαρ!...

26 Μαρ 2006

δεν είν' άνοιξη, φέτος, αυτή


Τη θλίψη να μην είχα των ημερών,
το ημερόβιο της παπαρούνας να μην έστεργα,
μόνο της φλόγας το πορφυρό σκοτάδι να με άγγιζε
και των πουλιών της άνοιξης
η άγνοια κινδύνου.

Μα να, που μένει μόνο το κάρβουνο για να με καίει
λίγο πιο μέσα απ' τη φωτιά,
μαύρο και συνεχώς καμίνι,
αντίστροφη βάτος.

(Αλλού, Κύριε, το θέαμα
κι' αλλού το καύμα).

10 Φεβ 2006

Rock από την Λιβαδειά!



Η τραγουδάρα του φίλου μου του Στέλιου, σε avant-premiere, πριν κυκλοφορήσει σε cd!
Δώρο στη μπλογκογειτονιά.
Δαίδαλος και Ίκαρος, ο τίτλος.
Φτάνουν τα λόγια, πάμε μουσική!

9 Φεβ 2006

Σχέδιο ραψωδίας*

Έτσι το αίμα του έγινε άστρο,

όπως οι σκύλοι,

γιατί και οι σκύλοι, στην ουσία, είναι άστρα.

-Μέχρι τη θάλασσα να πας, του είπε.

Εκεί σαν γονατίσεις και προσευχηθείς, θα δεις

κατά πού γέρνει το κερί που απόκαμε πια να παρακαλιέται.

Θα δεις το μέγα δόκανο μέσα της και άλλες ξόβεργες.

Και μη μιλήσεις πια:

Έτσι που έγινες πιο άστρο κι’ απ’ το αίμα

δεν είναι χρέος του κόσμου να σε νοιώσει.

.

Ο ήλιος βυθίστηκε, μα πάλι ευθύς πήρε τ’ απάνω.

Τα καρφιά και η θηλιά βρέθηκαν ματωμένα

μα κανένας δεν απέδειξε το θύμα.

Οι νεοσσοί κούρνιασαν τρομαγμένοι στ’ αυγά τους.

Έφριξα:

Ήταν που πέρασες ξυστά στη φλόγα

και βγήκες πέρα για πέρα αχάραγη κι αμίαντος

κι ο ήλιος κάρβουνο ως το μεδούλι.

Τότε πια βυθίστηκε οριστικά – μη μιλήσεις,

ακόμα και τώρα μη μιλήσεις,

μη φορτώνεσαι στα πράγματα, μη τα ονοματίζεις,

ασ’ τα, πονάνε.


-----
*παραλλαγή σε ποίημα του Ε. Κακναβάτου

Παραβολή εν αναμονή*


Επειδή στη μπλογκογειτονιά, το ξεσκίσαμε το θέμα της μουσουλμανικής πρόκλησης και ακόμα έχουμε μπλέξει τη βούρτσα με τη γραβάτα, ας μιλήσω με μια παραβολή (αληθινή ιστορία):
Όχι πολύ παλιά, σε κοντινό μου χωριό -ονόματα δεν λέμε, υπολήψεις δεν θίγουμε- δυο άτομα (παρεπιπτόντως, φίλοι μεταξύ τους), αλληλομηνύθηκαν για την ιδιοκτησία ενός χωραφιού.
Ο δικαστής, μετά την εξέταση των μαρτύρων, κατοχύρωσε το κτήμα στον έναν.
Όμως, το δικαστήριο δεν σκέφτηκε ότι το διεκδικούμενο τεμάχιο δεν ήταν κανενός εκ των δύο, αλλά του Δημοσίου. Και με τη βούλα του νόμου πιά, οι δυο φίλοι μοιράστηκαν το χωράφι.
Ρωτάω τα αυτονόητα:
  • Ποιοί είναι οι δύο φίλοι;
  • Μήπως είμαστε ο παραπλανημένος δικαστής;
  • Μήπως να ακούσουμε τους στίχους του Ελύτη: "Για να σταθείς πάνω στη γή, πρέπει να πατήσεις το ένα πόδι σου έξω απ' αυτήν";
---------
*στον Ελέφαντα, εν ονόματι της ανησυχίας του-μας και της ελπίδας του-μας.

8 Φεβ 2006

Δόξα τώ Θεώ, δεν είμαι άθεος!...


Ευτυχώς που ζω στην εποχή της πληροφορίας και της πληροφόρησης!
Αλλιώς θα έμενα στα σκοτάδια της αθεϊας και μια κόλαση ξεγυρισμένη, μου την είχε υπογράψει ο Χρυσόδουλος. Να όμως, που ήρθαν ΤΑ ΝΕΑ από τη Δύση:
Σε εξέλιξη της θεωρίας του "ευφυούς (θεϊκού) σχεδιασμού", κάποιοι πιστεύουν ότι ο Θεός είναι ζυμαρικό! Και αν πρόκειται να διδαχθεί σαν επιστημονική θεωρία ο "ευφυής σχεδιασμός", ζητάνε να διδαχθεί και ο pastafarianισμός. Κι εγώ μαζί!
Τη θεωρία αυτή την βρίσκω απείρως εξυπνότερη απ' όποιαδήποτε άλλη και σίγουρα πιό χορταστική (η νοστιμιά της εξαρτάται απ' το μεράκι του μάγειρα, γι' αυτό επιφυλάσσομαι).