Αναγνώστες

30 Μαΐ 2008

Η Λαμπέτη πετάει τον Χαρταετό της Μαρίας Νεφέλης

Με αφορμή κι αιτία την Λ, όπως Λύπη



Κι όμως ήμουν πλασμένη για χαρταετός.
Τα ύψη μου άρεσαν ακόμη και όταν
έμενα στο προσκέφαλο μου μπρούμυτα
τιμωρημένη

ώρες και ώρες.
Ένιωθα το δωμάτιο μου ανέβαινε
δεν ονειρευόμουν - ανέβαινε
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν εκείνο που έβλεπα πως να το πω
κάτι σαν την "ανάμνηση τον μέλλοντος"
όλο δέντρα που έφευγαν βουνά πού άλλαζαν όψη
χωράφια γεωμετρικά με δασάκια σγουρά
σαν εφηβαία - φοβόμουνα και μου άρεσε
ν' αγγίζω μόλις τα καμπαναριά
να τους χαϊδεύω τις καμπάνες σαν όρχεις και να χάνομαι. . .


Άνθρωποι μ' ελαφρές ομπρέλες περνούσανε λοξά
και μου χαμογελουσανε·
κάποτε μου χτυπούσανε στο τζάμι: "δεσποινίς"
φοβόμουνα και μου άρεσε.
Ήταν οι "πάνω άνθρωποι" έτσι τους έλεγα
δεν ήταν σαν τους "κάτω"·
είχανε γενειάδες και πολλοί κρατούσανε στο χέρι μια γαρδένια·
μερικοί μισάνοιγαν την μπαλκονόπορτα
και μου 'βαζαν αλλόκοτους δίσκους στο πικ-άπ.
Ήταν θυμάμαι " Ή Άννέτα με τα σάνταλα"
" Ό Γκέυζερ της Σπιτσβέργης"
το "Φρούτο δεν εδαγκώσαμε Μάης δεν θα μας έρθει"
(ναι θυμάμαι και άλλα)
το ξαναλέω - δεν ονειρευόμουν
αίφνης εκείνο το "Μισάνοιξε το ρούχο σου κι έχω πουλί
για σένα".
Μου το 'χε φέρει ο Ίππότης-ποδηλάτης
μια μέρα πού καθόμουνα κι έκανα πώς εδιάβαζα
το ποδήλατο του με άκρα προσοχή
το 'χε ακουμπήσει πλάι στο κρεβάτι μου·
υστέρα τράβηξε τον σπάγκο κι εγώ κολπώνομουν μες στον
αέρα
φέγγανε τα χρωματιστά μου εσώρουχα
κοίταζα πόσο διάφανοι γίνονται κείνοι πού αγαπούνε
τροπικά φρούτα και μαντίλια μακρινής ηπείρου·
φοβόμουνα και μου άρεσε
το δωμάτιο μου ανέβαινε
ή εγώ - δεν το κατάλαβα ποτέ μου.
Είμαι από πορσελάνη και μαγνόλια
το χέρι μου κατάγεται από τους πανάρχαιους Ίνκας
ξεγλιστράω ανάμεσα στις πόρτες όπως
ένας απειροελάχιστος σεισμός
που τον νιώθουν μονάχα οι σκύλοι και τα νήπια·
δεοντολογικά θα πρέπει να είμαι τέρας
και όμως η εναντίωση
αείποτε μ' έθρεψε και αυτό εναπόκειται
σ' εκείνους με το μυτερό καπέλο
που συνομιλούν κρυφά με τη μητέρα μου
τις νύχτες να το κρίνουν. Κάποτε
η φωνή της σάλπιγγας από τους μακρινούς στρατώνες
με ξετύλιγε σαν σερπαντίνα και όλοι γύρω μου
χειροκροτούσαν - απίστευτων χρόνων θραύσματα
μετέωρα όλα.
Στο λουτρό από δίπλα οι βρύσες ανοιχτές
μπρούμυτα στο προσκέφαλο μου
θωρούσα τις πηγές με το άσπιλο λευκό πού με πιτσίλιζαν·
τι ωραία Θεέ μου τι ωραία
χάμου στο χώμα ποδοπατημένη
να κρατάω ακόμη μες στα μάτια μου
ένα τέτοιο μακρινό του παρελθόντος πένθος.



Οδυσσέας Ελύτης, «Μαρία Νεφέλη» (Ο Χαρταετός)


Το βίντεο έχει ανεβεί από την Kirkh70 στο youtube.


21 Μαΐ 2008

Το δεξιά μου Α4 (Ιδογράφως)

Δεξιά από το πληκτρολόγιο έχω πρόχειρο πάντα ένα Α4 για κάθε σημείωση: από στιχάκια (προσχέδια δήθεν ποιημάτων) μέχρι τηλέφωνα, υποχρεώσεις και ψώνια. Ας με εκθέσει λοιπόν το χειρόγραφο, μια και το προκάλεσε η Ανέφελη και θα το μαζέψουν οι autographcollectors.

14 Μαΐ 2008

Επιστολή (σε φίλη που αμύνεται)



Στην πόρτα σου έρχεται ο ταχυδρόμος, μα συ δεν του ανοίγεις. Έρχονται και οι ποιητές, σύσσωμοι και οι τραγουδιστές, μα συ τους διώχνεις. Διάφανη έγινε η φωνή σου, τα χρώματά σου τα δίπλωσες στα τέσσερα, χωράνε πια στο μπλόκ με τα τηλέφωνα.

Και είναι δύσκολος τούτος ο χειμώνας. Βαρύς, ατσάλι παγωμένο. Και συ που αισιόδοξα δάνεισες το τελευταίο σου παλτό, να ´σαι τώρα λεύκα ολομόναχη καταμεσής στον κάμπο, να ομορφαίνεις την ομίχλη με τα γυμνά κλαδιά σου σαν χέρια άδεια, σαν αγκάθια στα σύννεφα, ικεσία και οργή αξεχώριστη. Μυροφόρα της ίδιας σου της ζωής, σημαιοφόρος με σημαία το σεντόνι της αποκαθήλωσης ενώ η ανάστασή σου δεν βρήκε εισιτήριο ακόμα.

Τσιμπολογάς τις ώρες με τη ψυχραιμία που ανάβεις τσιγάρο. Όπως κι όταν μονοκοντυλιά διαγράφεις τις εποχές. Ημέρες μόνο κράτησες καλοκαιριού κι απ’ τους χειμώνες τους αιώνες. Σε κάποια διάκενα λιγοστά, χάσκουν κάποιες Άνοιξες. Ντελικάτες μα και αφρόντιστες· απαρχαιωμένες σαν κορινθιακές κολώνες έρημου ναού. Σαύρες που λιάζονται στα ξερόχορτα οι αισθήσεις, σιωπηλά ζητούν δικαίωση. Άκου τους κεραυνούς της σιωπής, δες πόσες Πανσέληνους παραίτησες, μέτρα από πόσες Πανσέληνους παραιτήθηκες. Δικαίωση ζητάνε όλα: όνειρα, αισθήματα, πληγές, μαθήματα κι εγκλήματα. Όλα είμαστε, όλα θα είμαστε. Νυν και αεί!

Τον έζησα κάποτε τούτο τον πρόστυχο χειμώνα -τον ξέρω καλά- γι’ αυτό σου λέω, ντύσου και φύγε μακριά του. Δεν έχει μπέσα η μοναξιά! Δεν έχει ούτε σώμα, ούτε μυρωδιά· σαν κισσός αθόρυβα φυτρώνει, μεγαλώνει και ανύποπτα δένει τα χέρια και τη ρημάδα την καρδιά σου. Τα αισθήματα, σα παλιά γραμματόσημα πια, μικρά χαρτάκια χωρίς αντίκρισμα, με δόντια-πριόνια τρώνε ό,τι περίσσεψε απ’ το δείπνο της αγάπης.

Γι’ αυτό σου λέω, κοίτα από τούτα να φύγεις μακριά!

Κοίτα που στο παράθυρό σου έρχονται σήματα. Η κάθε μέρα, σου χτυπάει το τζάμι σαν σπουργίτι αλήτικο. Μα εσύ κλείνεις μάτια και αυτιά. Ξέρω, είναι σαΐτες μνήμης οι ακτίνες του ήλιου, είναι το φως πουκάμισο του Νέσσου. Μακρύς και άδενδρος τούτος ο δρόμος, πέτρα ως και κοτρώνα στην τσέπη ο χρόνος· Προκρούστης οι αναβολές κι οι αποφάσεις μπαγιάτικο ψωμί.

Μένουν οι νύχτες σύντροφοι αχόρταγοι. Η κάθε νύχτα καταρράκτης μετέωρων κινήσεων, ασπρόμαυρη φωτογραφία όπως αυτές των αυτόχειρων φαντάρων, όπως τα απλωμένα ασπρόρουχα στη συννεφιά: αποχρώσεις του γκρι.

Στη γειτονιά σου, δες, βολτάρουν τα φεγγάρια δυό-δυό, μέρα μεσημέρι. Σημασία εσύ καμιά. Έχεις να βγάλεις βόλτα τις κοντινές σου απουσίες. Έχεις να ποτίσεις ένα κήπο αναστολές. Έχεις να ταΐσεις ένα τσουβάλι φόβους. Έχεις να παρηγορήσεις τις παιδικές σου αρετές. Να ´χεις το νου σου όμως, μήπως τελειώνοντας το σιδέρωμα της εικόνας σου, τσακίσεις το ύφασμα της ψυχής σου. Να ´χεις το νου σου, μήπως περιμένοντας τον Γκοντό, εκεί που γυρνώντας απ’ τη δουλειά ανοίξεις την πόρτα και βρεις τα παιδιά σου μεγαλύτερα από σένα.

Σπάσε , γαμώτο, την επιφάνεια και στην ανάγκη κολύμπα στη παγωμένη λίμνη. Βούτα σαν ήρωας μ’ όλη την άγνοιά του. Τις μπογιές σου πέτα στον αέρα, να βάψουν οι μαύροι δρόμοι, να γίνουν πέλαγα χρωμάτων. Τη φωνή σου που σκιάχτηκες ν’ αφουγκραστείς, βγάλ’ την στο σεργιάνι. Χάιδεψε το σκύλο της ψυχής σου και κείνος είναι σίγουρο πώς γενναιόδωρος στην αγάπη θα φανεί.

Κι είναι όμορφα εκεί έξω! Εκεί έξω, στο Πάσχα των ανθρώπων. Μέσα στον κύκλο του χορού. Γύρω και πάνω απ’ τις φωτιές. Έξω απ’ το φλοιό που κρύβει τους χυμούς της κερασιάς σου!

Εκεί έξω μόνο, Είμαστε και Έχουμε! Ζητάμε και Βρίσκουμε. Πασχίζουμε και Ανθίζουμε. Αφουγκραζόμαστε, Γευόμαστε, Κρυώνουμε, Πληρώνουμε, Λυγίζουμε, Εκτινασσόμαστε, Σκορπάμε, Ανατέλλουμε, Πλέουμε, Φλεγόμαστε και πάλι από την αρχή…


14 Νοέμβρη’05

13 Μαΐ 2008

"φοβάμαι πως δεν είμαι καν μια στατιστική"*


«Ο θάνατος ενός ανθρώπου είναι τραγωδία, ο θάνατος χιλιάδων στατιστική», είχε πει ο ορθολογιστής Στάλιν.


ΠΕΜΠΤΗ. 2 β

Κάπου κλαίνε και θολώνει μεριές μεριές ο αέρας.
Η Σιθωνία χάθηκε, την καλύψανε τα νερά.

Είναι κάτι φοβερά γεγονότα που όλο μου τ' αφαιρεί ο Θεός, και ο
νους όλο πάλι μου τα προσθέτει.

Κάτι πράσινο μέσα μου αλλά μαυριδερό που οι σκύλοι το αλυχτάνε.

Και μια θάλασσα φερμένη από πολύ μακριά, μυρίζοντας ακόμη
αυγό του Κύκνου.

(από το ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟ ΕΝΟΣ ΑΘΕΑΤΟΥ ΑΠΡΙΛΙΟΥ του Οδ. Ελύτη)


"Ο τελευταίος απολογισμός, όπως μετέδωσαν κρατικά μέσα ενημέρωσης, κάνει λόγο για 10.000 νεκρούς. Μόνο στην πόλη Μιανζού 10.000 άτομα βρίσκονται εγκλωβισμένα κάτω από τα συντρίμμια, γεγονός που προκαλεί ανησυχία ότι ο αριθμός των νεκρών θα αυξηθεί κι άλλο"...


«Με το ενδεχόμενο οι νεκροί να είναι 100 χιλιάδες ή περισσότεροι και με δεδομένο ότι υφίστανται όλοι οι παράγοντες να υπάρξουν καταστροφικές συνέπειες για τη δημόσια υγεία, ο αριθμός αυτός είναι πιθανό να δεκαπενταπλασιαστεί εντός των προσεχών εβδομάδων»,



"φοβάμαι πως δεν είμαι καν μια στατιστική" *

ο Ανά Τον Lee Τις λέει:

Είν' η νύχτα αυτή καυτή και έχει ροή φωτεινή,
Είναι μουντό το πρωί και είναι μια μέρα σκοτεινή,
Είναι μια ανάσα η χρονιά μου κι είναι η εποχή μια πνοή
Κι είναι μεγάλη και αιώνια σαν μια ρουφηξιά η ζωή
Κι είν' η γη στρογγυλή κι όμως ο κόσμος αυτός είναι επίπεδος…

(Κοιμάμαι) μα έχω τα μάτια μου ανοιχτά
(Θυμάμαι) τι μου' χες πει μια νυχτιά
Πριν ονειρευτώ να σιγουρευτώ
Πως θα' χω τα βλέφαρα μου κλειστά

ο Αντικρυστής λέω:

Δεν είν' ο κόσμος σου αυτός, είναι διαφορετικός
Σου' χα πει μια νυχτιά θυμάμαι..
Πως ότι φαίνεται είν' αλλιώς κι ότι φτιάχνεις, ουρανός
Με βροχή και φωτιά
Φοβάμαι...

ο Ανά Τον Lee Τις λέει:

Μια ζωή τσαλακωμένη
-Λόγια, λόγια
Μια σελίδα πεταμένη
-Σε μια γωνιά
Όνειρα κακογραμμένα
-Λόγια, λόγια
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΚΑΝ ΜΙΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ!


Και παραείμαι συνηθισμένος για ταινία χολλυγουντιανή
Εγώ είμαι εδώ, φίλε, κι εσύ είσαι 'κει
Μια ρίμα μισή και παρακατιανή.
Τσιμέντο, σίδερα, οικοδομή, στη νύχτα κι όλα από λίγο.
Έχει ένα κρύο πηχτό και έχει ένα καύσωνα σκληρό
Έχει ένα κόκκινο ουρανό κι έναν ήλιο μακρινό.

ο Αντικρυστής λέω:

Μα εγώ χαμπάρι (κοιμάμαι) για τη μεγάλη στιγμή
Που θα γίνουν οι πιο μπερδεμένες λέξεις αριθμοί.
Συγκίνηση , φόβος κι αυτοεκτίμηση
Ένα νέο κύμα λογοτεχνίας
Απ' τις κατώτερες τάξεις φιλοσόφων παρατάξεις
Κι απ' τις προνομιούχες κοινωνικές αναταράξεις
Ένας δεύτερος ήλιος θα ρίχνει δεύτερες σκιές
εκατό χιλιάδες πυρηνικές κεφαλές.

ο Ανά Τον Lee Τις λέει:

Βρήκα μια θάλασσα κρυφή, ήπια μια θάλασσα στιφή
Μου' κανε δώρο ένα ξερόβραχο η ζωή
Και εγώ σ'αυτή μια τελευταία αναπνοή κι ένα βυθό για κρεβάτι.

ο Αντικρυστής λέω:

Κι άνοιξα υδάτινο δρόμο στο μονοπάτι του εφιάλτη
Και μ' έβγαλε έξω απ' το μπουκάλι (φοβάμαι)
Με μια ζάλη παστρικιά κι ένα βρώμικο μυαλό πάλι (να' μαι)
Στο ίδιο παιχνίδι ξανά έγινε η σέντρα κι είχαμε όλοι μας τα χέρια ανοιχτά!
Φοβάμαι, πέσαν τα φώτα ξανά
Μα ήταν όνειρο μόνο κεκλεισμένων των θυρών.

ο Ανά Τον Lee Τις λέει:

Μια ζωή τσαλακωμένη
-Λόγια, λόγια
Μια σελίδα πεταμένη
-Σε μια γωνιά
Όνειρα κακογραμμένα
-Λόγια, λόγια
ΔΕΝ ΕΙΜΑΙ ΚΑΝ ΜΙΑ ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ!


-----
(*) αυθαίρετη σύνθεση από τους στίχους των τραγουδιών «Φοβάμαι» και «Λόγια» -αλλάζοντας πιθανώς το νόημα, για την περίσταση- του συγκροτήματος ΡΟΔΕΣ.


6 Μαΐ 2008

φύλλα δάφνης

Τι χρώμα έχει το σκοτάδι; Τα τραίνα γιατί δεν έχουν παράθυρα πλέον; Είσαι όμορφη με μια πίκρα σαν Κυριακής απόγευμα Don’t treat me like a god, treat me like a dog Το μισό της καρδιάς, είναι καρδιά;Γλυφό νερό μού μολογάει το στόμα· το σώμα θάλασσα Στα πόδια ο άνεμος φυσάει βλάσφημα Κάποιοι πρόλαβαν να αγαπήσουν τον εαυτό τους λίγο πριν την ήττα Μόνοι στο πλήθος, σα τριαντάφυλλο που κοιμήθηκε τ’ αγκάθια του Η λίστα για τα ψώνια: η καθημερινή λογοτεχνία σε κοινή θέαΣ’ αρέσουν ακόμα οι Τρύπες;Μένω στα ξέφωτα της νύχτας, η ζωοδόχος μου πληγή στο φως της μέρας αγριεύεται Κάπου να πάω, κάποιον πρέπει να θάψωΈνα δάχτυλο ίσωςΜόνο ένα δάχτυλο Πνευματικό οίδημα Σφουγγάρι το μυαλό Ζώο ανωφελέςΟ ήλιος, Ζάλογγος κηρυγμένος εν αγνοία Κι εμείς που φεύγουμε συνέχεια, ούτε ένα λεξικό του εαυτού μας δεν διαθέτουμε Τι γλώσσα μιλάνε τα καράβια;Ονειρεύτηκα χθες πως ονειρεύτηκα…