Στην πόρτα σου έρχεται ο ταχυδρόμος, μα συ δεν του ανοίγεις. Έρχονται και οι ποιητές, σύσσωμοι και οι τραγουδιστές, μα συ τους διώχνεις. Διάφανη έγινε η φωνή σου, τα χρώματά σου τα δίπλωσες στα τέσσερα, χωράνε πια στο μπλόκ με τα τηλέφωνα.
Και είναι δύσκολος τούτος ο χειμώνας. Βαρύς, ατσάλι παγωμένο. Και συ που αισιόδοξα δάνεισες το τελευταίο σου παλτό, να ´σαι τώρα λεύκα ολομόναχη καταμεσής στον κάμπο, να ομορφαίνεις την ομίχλη με τα γυμνά κλαδιά σου σαν χέρια άδεια, σαν αγκάθια στα σύννεφα, ικεσία και οργή αξεχώριστη. Μυροφόρα της ίδιας σου της ζωής, σημαιοφόρος με σημαία το σεντόνι της αποκαθήλωσης ενώ η ανάστασή σου δεν βρήκε εισιτήριο ακόμα.
Τσιμπολογάς τις ώρες με τη ψυχραιμία που ανάβεις τσιγάρο. Όπως κι όταν μονοκοντυλιά διαγράφεις τις εποχές. Ημέρες μόνο κράτησες καλοκαιριού κι απ’ τους χειμώνες τους αιώνες. Σε κάποια διάκενα λιγοστά, χάσκουν κάποιες Άνοιξες. Ντελικάτες μα και αφρόντιστες· απαρχαιωμένες σαν κορινθιακές κολώνες έρημου ναού. Σαύρες που λιάζονται στα ξερόχορτα οι αισθήσεις, σιωπηλά ζητούν δικαίωση. Άκου τους κεραυνούς της σιωπής, δες πόσες Πανσέληνους παραίτησες, μέτρα από πόσες Πανσέληνους παραιτήθηκες. Δικαίωση ζητάνε όλα: όνειρα, αισθήματα, πληγές, μαθήματα κι εγκλήματα. Όλα είμαστε, όλα θα είμαστε. Νυν και αεί!
Τον έζησα κάποτε τούτο τον πρόστυχο χειμώνα -τον ξέρω καλά- γι’ αυτό σου λέω, ντύσου και φύγε μακριά του. Δεν έχει μπέσα η μοναξιά! Δεν έχει ούτε σώμα, ούτε μυρωδιά· σαν κισσός αθόρυβα φυτρώνει, μεγαλώνει και ανύποπτα δένει τα χέρια και τη ρημάδα την καρδιά σου. Τα αισθήματα, σα παλιά γραμματόσημα πια, μικρά χαρτάκια χωρίς αντίκρισμα, με δόντια-πριόνια τρώνε ό,τι περίσσεψε απ’ το δείπνο της αγάπης.
Γι’ αυτό σου λέω, κοίτα από τούτα να φύγεις μακριά!
Κοίτα που στο παράθυρό σου έρχονται σήματα. Η κάθε μέρα, σου χτυπάει το τζάμι σαν σπουργίτι αλήτικο. Μα εσύ κλείνεις μάτια και αυτιά. Ξέρω, είναι σαΐτες μνήμης οι ακτίνες του ήλιου, είναι το φως πουκάμισο του Νέσσου. Μακρύς και άδενδρος τούτος ο δρόμος, πέτρα ως και κοτρώνα στην τσέπη ο χρόνος· Προκρούστης οι αναβολές κι οι αποφάσεις μπαγιάτικο ψωμί.
Μένουν οι νύχτες σύντροφοι αχόρταγοι. Η κάθε νύχτα καταρράκτης μετέωρων κινήσεων, ασπρόμαυρη φωτογραφία όπως αυτές των αυτόχειρων φαντάρων, όπως τα απλωμένα ασπρόρουχα στη συννεφιά: αποχρώσεις του γκρι.
Στη γειτονιά σου, δες, βολτάρουν τα φεγγάρια δυό-δυό, μέρα μεσημέρι. Σημασία εσύ καμιά. Έχεις να βγάλεις βόλτα τις κοντινές σου απουσίες. Έχεις να ποτίσεις ένα κήπο αναστολές. Έχεις να ταΐσεις ένα τσουβάλι φόβους. Έχεις να παρηγορήσεις τις παιδικές σου αρετές. Να ´χεις το νου σου όμως, μήπως τελειώνοντας το σιδέρωμα της εικόνας σου, τσακίσεις το ύφασμα της ψυχής σου. Να ´χεις το νου σου, μήπως περιμένοντας τον Γκοντό, εκεί που γυρνώντας απ’ τη δουλειά ανοίξεις την πόρτα και βρεις τα παιδιά σου μεγαλύτερα από σένα.
Σπάσε , γαμώτο, την επιφάνεια και στην ανάγκη κολύμπα στη παγωμένη λίμνη. Βούτα σαν ήρωας μ’ όλη την άγνοιά του. Τις μπογιές σου πέτα στον αέρα, να βάψουν οι μαύροι δρόμοι, να γίνουν πέλαγα χρωμάτων. Τη φωνή σου που σκιάχτηκες ν’ αφουγκραστείς, βγάλ’ την στο σεργιάνι. Χάιδεψε το σκύλο της ψυχής σου και κείνος είναι σίγουρο πώς γενναιόδωρος στην αγάπη θα φανεί.
Κι είναι όμορφα εκεί έξω! Εκεί έξω, στο Πάσχα των ανθρώπων. Μέσα στον κύκλο του χορού. Γύρω και πάνω απ’ τις φωτιές. Έξω απ’ το φλοιό που κρύβει τους χυμούς της κερασιάς σου!
Εκεί έξω μόνο, Είμαστε και Έχουμε! Ζητάμε και Βρίσκουμε. Πασχίζουμε και Ανθίζουμε. Αφουγκραζόμαστε, Γευόμαστε, Κρυώνουμε, Πληρώνουμε, Λυγίζουμε, Εκτινασσόμαστε, Σκορπάμε, Ανατέλλουμε, Πλέουμε, Φλεγόμαστε και πάλι από την αρχή…
14 Νοέμβρη’05
5 σχόλια:
...συμφωνώ και γι' αυτό προσυπογράφω- αν μου επιτρέπεις.
''κι ανησυχώ για σένα ανησυχώ...αν σ'αγαπάν οι άλλοι όπως εγώ.....''
καλησπέρα Γιώργη...
ΚΑΛΕΣΜΑ
ΠΟΛΛΟΙ ΛΑΤΡΕΥΟΥΝΕ ΤΗΝ ΤΑΞΗ
Πολλοί λατρεύουνε την τάξη.
Για να φάνε βάζουν τραπεζομάντιλο πάνω στο τραπέζι,
αν έχουν,
ή σκουπίζουν με το χέρι τους τα ψίχουλα,
όταν το χέρι τους δεν είναι κουρασμένο.
Αλλά το τραπέζι τους στήνεται,
και το σπίτι τους επίσης,
σ’ ένα κόσμο
που ολοένα βουλιάζει μες στο βούρκο.
Α!!, τα συρτάρια τους θα ‘ναι πεντακάθαρα…
Όμως στην άκρια της πόλης
βρίσκετ’ η φάμπρικα, που κόκαλα αλέθει
η ματωμένη γεννήτρια της υπεραξίας!!!
Α!!, τι σ’ ωφελεί, χωμένος μέχρι το λαιμό στη λάσπη
τα νύχια των χεριών σου να κρατάς καθαρά;
Bertolt Brecht
Ελεύθερη απόδοση :Συμπαράταξη Βοιωτών για το Περιβάλλον
Η Συμπαράταξη Βοιωτών για το Περιβάλλον, είναι δίκτυο τοπικών κινήσεων και ομάδων πολιτών που ανησυχούν και κινητοποιούνται για την προστασία των περιοχών τους.
Καλούμε όλους τους συμπολίτες μας και τους πολίτες από τις γειτονικές περιοχές της Εύβοιας, της Φθιώτιδας, της Φωκίδας, της Αττικής, της Κορίνθου, της Αχαΐας, να βάλουμε φρένο στην ξέφρενη ανάπτυξη ενεργειακών μονάδων και την περιβαλλοντική υποβάθμιση που απειλεί τις περιοχές μας.
Όλοι στο Παμβοιωτικό συλλαλητήριο, Παρασκευή 16 Μαίου και ώρα 7 μ.μ., στη Λιβαδειά.
@ Ανέφελη και Μοναλίζα,
"Από να φοβάμαι και να καρτερώ
κάλλιο περισκόπιο και τορπίλλα."
(που το έχω δει, να δεις...)
Τις καλημέρες μου!
Δημοσίευση σχολίου