Αδέσποτες απέμειναν οι καμπύλες της θάλασσας.
Τα δελφίνια γέρνουν στο λαιμό σου.
Τα στήθη Δήλος – Φανερωμένη
σαν άγιο μάρμαρο.
Γονυπετής η Κύπρις, λαγόνες αρχαγγέλει.
Τα θρύψαλα της βροχής
που έβαλα με τάξη στο εικονοστάσι,
ζητιανεύουν αναδρομικές ουλές.
Αίματα πολύχρωμα σαν φωνήεντα από σκράμπλ,
ονοματίζουν λέξεις χαμηλοβλεπούσες,
αφυδατωμένες και άσιτες.
«Επίθεση» διατάζουν και αδειάζουν βόλια
κάθε νύχτα οι τοίχοι.
Οι λεύκες των πόθων καληνυχτίζουν
τους άβυσσους μήνες.
Ανάλατος καιρός, έρμαιο ανέμων αναλφάβητων,
τρακάρει πάνω στις στροφές της νύχτας
και σκίζει αργοπορημένα σεντόνια.
Προσάναμμα του μύθου τα ανθεστήρια λόγια
και ο αέρας πνιγμένο περιστέρι.
Τώρα η χρυσή βροχή του Δία αρδεύει ερήμους.
(Που τώρα οι οργασμοί των άστρων;)
Πίσω όμως από τις χαμηλές καρέκλες
- κάθε θεός το ξέρει –
κρύβεις τη μικρή Καταλωνία σου.
Το πρόσφορο των μηρών σου
γόνιμος τόπος ανεμώνας.
Λέμβος σωστική το Ιδαίον του κορμιού σου.
Κι’ αυτό το πέλαγος το ανθηρό
αλίμενο πλέει μαζί μου.