ΑμφίΒιο-Γραφικόν Αφήγημα Εις Συνεχείας
Μέρος Δ' : ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ
[Ο κομμωτέχνης-Ποιητής Rainer Maria Rilken, μέντορας του νεαρού με πρόβλημα πυτιρίδας Jorge Luis Borja, ετοιμάζεται να ηγηθεί της Λογοτεχνικής Επανάστασης μια βραδυά στο Λεβερκούζεν στη Πράγα.]
(το Α' μέρος εδώ)(το Β' μέρος εδώ) Φτάνοντας στην εξώπορτα του ξενοδοχείου ο Μείζων κοντοστάθηκε. Μια έμπνευση τον χτυπούσε ανεπανόρθωτα: «τα Ελεγεία της Εξώπορτας» ναι, αυτός θα είναι ο τίτλος. «Αλλά τι στίχους να βάλω;» Γαβ! ακούστηκε πίσω του ο ανδαλουσιανός σκύλος του εξόριστου ισπανού ρεσεπσιονίστ Luis Buñuold Boy. Η έμπνευση τον ξαναχτύπησε αποτελεσματικότερα· στίχοι που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί σε κάποιο νησί του Αιγαίου από κάποιον ξεμωραμένο με κάποια νεαρά, τον μαρμάρωσαν σαν μισός να περνάει το νερό και μισός να κλαίει μες στον Παράδεισο:
«Γαβ η αγάπη· γαβ η απάρνηση· γαβ η Mαρία και η
Προσκύνησις των Mάγων· γαβ όλα σου τα υπάρχοντα
Γεννηθείς; Eν; Έτος; Θρήσκευμα; Kενό.
Eνώ
Kάτω από τα σαν παλαιά παλίμψηστα
Kάθετα τείχη όπου δυο τρεις ακόμη θυρεοί διακρίνονται
Περνάν οι Oύγοι με τις Aουγκουστίνες τους και με τα
κυνηγετικά τους
κουδουνάκια ή άλλα χωρικών παιχνίδια
Στον πλαγίαυλο».
Δεν πίστευε στην κυνική έμπνευση που του απέστειλε ο σκύλος!
Ο Νέος τον μιμήθηκε στην ακινησία. «Ο σεβασμός στον δάσκαλο είναι μια πράξη σπουδαία και τελεία. Αν συμβαίνει υποκριτικά τότε είναι τραγωδία» συμπέρανε ηδυσμένα μεν, δι' ελέου και φόβου δε για την υπερθέρμανση του εγκεφάλου του από τέτοιες άριστες και τέλειες διασυνδέσεις.
«Όσο ζεις μαθαίνεις», υπερεξακόντισε σε επικούρειες σφαίρες τη σκέψη του. «Και όσο ζεις με έναν ποιητή μαθαίνεις να κινείσαι ή να μην κινείσαι· ποιείς ή δεν ποιείς! Εκτός εάν η μη ποίηση είναι προσποίηση για να αποφύγεις την παραποίηση, καθώς το μη ποιηθέν εξ αντικειμένου δεν μπορεί να καταστεί παραποιηθέν therefore μηδέν επί μηδέν ίσον μηδέν», ολοκλήρωσε καντιανώς, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά.
Ένιωσε υγρό τον αστράγαλό του. Ο ανδαλουσιανός σκύλος κατουρούσε το μπατζάκι του. Κατούρησε κι αυτός τον σκύλο. Το βυσσινί χαλί μύριζε σπίρτο δημόσιων ουρητηρίων. Πιο δίπλα, στον καναπέ Louis XV (γεμάτο Luis το χωλ του ξενοδοχείου), αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα λαγοκοιμόταν ένας αδιάφορος ζωγράφος με τσιγκελωτό μουστάκι, ο Salvador de que Gala -γνωστός στους φίλους του ως ο μεγάλος αυνανιστής- και επηρεασμένος από ένα όνειρο που οφειλόταν στο πέταγμα μέλισσας γύρω από ένα ρόδι, ένα δευτερόλεπτο πριν το ξύπνημα σχεδίαζε ενοχικά το πορτραίτο ενός -κερατωμένου απ’ τον ίδιο- ελληνογάλλου φίλου του, του Παύλου Ελυάρδη.
Ο Luis ο ισπανός ρεσεψιονίστ από τη Calanda, που όταν απ’ τη βάρδια του τη βραδυνή σχολούσε στη κάμαρά του πήγαινε γελώντας να τη βρει κι ώρες πολλές για ταινίες παράξενες μιλούσε, σαλτάρισε και εξανέστη:
-Figlio di puttana, che cazzo fai? Μπουρζουάδες, που θαρρείτε ότι με τη κρυφή γοητεία σας θα με σαγηνεύσετε με κάποιο μπουρμπουάρ για να κρύψω τη φιλοσοφία μου στο μπουντουάρ και να κάνω τα στραβά μάτια!... Μου λερώσατε το χαλί, παλιόσκυλα!
-Αυτός άρχισε πρώτος! μυξόκλαψε ο Jorge Luis και έδειξε το τρομαγμένο σκύλο που μαζεύτηκε στη γωνιά σαν βρεγμένη γάτα.
Ο Luis σκέτο, κινήθηκε επιθετικά προς το μέρος του. Ο Rainer Maria παράτησε την επανάσταση και την ελιτίστικη ποίηση στην ομπρελοθήκη και έσπευσε να υπερασπιστεί το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του, τον μελαμψό ελπιδοφόρο Νέο. Με ένα διπλό άξελ και ένα τριπλό τόλουπ έστρεψε την πλάτη στον ισπανό αρνησίπατρι, αγκάλιασε τον αγαπημένο του και κοιτώντας τον στα ορφικά του μάτια, του εξομολογήθηκε:
Σβήσε τα μάτια μου· μπορώ να σε κοιτάζω,
τ' αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ' ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να 'ρθω σ' εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι.
Ο Luis σκέτο, έχασκε όπως ο George Best βράδυ Σαββάτου στα μπαρ του Μάντσεστερ με τρεις μισόγυμνες μοντέλες αγκαλιά. «Τι παπαριές είναι αυτά», πρόλαβε να σκεφτεί πριν ακούσει τον εξωτικό Νέο να ρωτάει τον σύντροφό του:
¿ Por qué persistes, incesante espejo ?
¿ Por qué duplicas, misterioso hermano,
el movimiento de mi mano ?
¿ Por qué en la sombra el súbito reflejo ?
Eres el otro yo de que habla el griego
y acechas desde siempre. En la tersura
del agua incierta o del cristal que dura
me buscas y es inútil estar ciego.
El hecho de no verte y de saberte
te agrega horror, cosa de magia que osas
multiplicar la cifra de las cosas
que somos y que abarcan nuestra suerte.
Cuando esté muerto, copiarás a otro
y luego a otro, a otro, a otro, a otro...
-Γαμώ τα ελληνικά σας, είπε απελπισμένα ο ισπανός. Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνω γρι! Με αποσυντονίσατε κουλτουριαραίοι του γλυκού νερού! Do t’ ju marë djalli dhe t’ ju ngrejë! πέταξε θυμωμένα σε άπταιστα αλβανικά και αφού σφούγκισε τον μαραμένο σκύλο του έβαλε στο πικ-απ το δίσκο με παλιά ρεμπέτικα «τα Ωραία της Ημέρας».