Πέτρες πετώ του καθρεφτιού και σπάω τα μυαλά μου
μπροστά να φύγω δε μπορώ, με ζώνουν τα σπαθιά μου.
Μόνος παλεύω να κοπώ, μόνος και να χορέψω,
το φως που έχω στη καρδιά να το γιατροπορέψω.
Κάνω να φύγω μακριά, σιμά με ανταμώνω,
στέκω στο φως μα γδέρνομαι: πουρνάρια θυμωμένα
με αγκυλώνουν μυτερά, σωστά ή γδικιωμένα,
που τη χαρά να σκιάζομαι, το μέλλον να τυφλώνω
στα παραμύθια να βουτώ, στον ήλιο να κρυώνω.
Ό,τι παιδί αγάπησα, κρυφά το νανουρίζω
να μη ξυπνήσει σα πουλί κι εγώ δεν πεταρίζω,
που ’χω μολύβι για φτερά, δοκάνι στα ποδάρια
και τη φωνή να κελαηδώ την έχασα στα ζάρια.
Οι μέρες μου ήταν μπάσταρδα κι οι νύχτες μου πηγάδι·
με πυροφάνι στα βουνά ψαρεύω στα χαμένα
τα ζύγια μου μπας και τα βρω, μα χάνω ως κι εμένα.
Ιαν. 2008
4 σχόλια:
Να που γράφεις και με ρίμα! Πολύ όμορφο ποίημα! "...και τη φωνή να κελαηδώ την έχασα στα ζάρια", από τους πιο αληθινούς στίχους που έχω διαβάσει τελευταία.
Σ' ευχαριστώ Παράλληλε! Την καλημέρα μου :-)
@ Ανέφελη,
Εγώ σ' ευχαριστώ, για όλα.
Παραληρεις, παραλληλε, εξόχως...
Που γκιζεράς, μικρέ Νικόλα, και ως κόμη της Βερενίκης μας εμφανίζεσαι;
Δημοσίευση σχολίου