Αναγνώστες

27 Νοε 2007

Οι σοβάδες της ζωής μας


Το μπλε κάτω απ΄ το μπλε

και το κροκί κάτω απ΄ την ώχρα.

Παλίμψηστος ο τοίχος της ζωής μας·

φερέφωνο πληγών και πόθων όνειρο αιμώδες,

νυχτέρια που σαν κάδρα λάμπουνε σιμά

από το χθες ίσαμε τις ύφαλες οσμές,

ασβέστης και θυμάρι.


Πόσο σκληρά χαϊδεύουμε,

τι μαλακά που ξύνει η μνήμη!

Πότισε ο σοβάς με χρώμα πρώιμο και όψιμες φυγές,

μ' αμαρτωλές αγιογραφίες και σκίτσα παιδικά

καλύψαμε τη νύχτα του αιώνα μας.

Ψηλαφιστά,

στρώμα το στρώμα, γωνιά-γωνιά,

λαθεύουμε

κι ανίδεοι φονιάδες χάσκουμε

του Ιερού μας τυμβωρύχοι.


Στα κεφάλια μας

οι σοβάδες της ζωής μας

ανάθεμα και ευχή.

25 Νοε 2007

Κάτω από το τραπέζι

[o γνωστός-άγνωστος φίλος Larry Cool (δεν σημειολογεί) σημειώνει:]


Είμαι σ’ ένα νεκρόδειπνο μεταξύ ποιητών

Πλήττω και γλιστρώ αργά κάτω από το τραπέζι

Εδώ κρύβεται μια απόκοσμα όμορφη έφηβος

-η Ποίηση

-«Ο κόσμος μας είναι νεκρός» ψιθυρίζω

-«Ο κόσμος σας είναι το ποίημά μου

Και σεις, πίδακες λέξεων».


Της κάνω έρωτα σφίγγοντας τους μικρούς γλουτούς της

Είναι σε έκσταση

Απ’ το στόμα της διαφεύγουν φυσαλίδες μικρόκοσμων

Γύρω μας τα πράγματα εξανεμίζονται

Μένει η αρχική ηχώ των ονομάτων τους.


Το τραπέζι παραδέρνει στο διάστημα

Με τους ποιητές επάνω του

Από τα χάσκοντα στόματά τους

Δέσμες φωτός εξερευνούν το μέγα άγνωστο.



Ο Larry Cool έχει γράψει το μυθιστόρημα, ΤΟΝ «ΚΑΝΕΝΑ»... ΘΑ ΤΟΝ ΦΑΩ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ!, εκδόσεις Τυφλόμυγα-Αμόνι.

Βιβλιοπωλεία: Πρωτοπορία, Παπασωτηρίου , Πολιτεία, Ιανός.


21 Νοε 2007

Ζ - Η - Θ


(η Ζωή ως ένατο γράμμα - Θεός ή Θάνατος)

(Μνήμη Χ.Λ.)


Απ’ το Εφτά ως το Εννιά

ένα πήδημα μικρό

ή μια γέφυρα γυμνού προορισμού.

Τα συστατικά αγνώριστα και στις Αρχές ακόμα,

θολά τα μέτρα, τα σταθμά αζύγιαστα·

ασίγαστα, η μπόρα της αλήθειας μας προκαλεί.

Τον Ασφαλιστή μας στους ουρανούς γλυκάναμε

κι αδιάβαστα τους όρους υπογράφουμε

καλή τη πίστει.

Μα ο Εκτιμητής γύρω μας εδρεύει

και ενεδρεύει ως Άχαρις Κριτής

αφήνοντας ελεύθερους τους χώρους

να παίξουμε, να κλάψουμε, να δράσουμε,

να αποδείξουμε ή κι εν τέλει να παραιτηθούμε.

Σ’ εμάς ο χρόνος (κι ο κάματος δικός μας),

τη γέφυρα -πώς;- να περάσουμε

σημειωτόν, βαδίζοντας ή τρέχοντας τυφλά;

Ή μήπως στο ρεύμα να βουτήξουμε

κι επισκεπτήριο λευκό ν’ αφήσουμε

ενθύμιο διοδίων;


–Πώς είπες πως τη λέγανε;

Μίτο ή Αριάδνη;

–Ζωή, την κολακεύαμε,

Λύκο και Κόπο κι Όνειρο, τη βρίζαμε τα βράδια.

Είχε καιρό μπροστά της,

μα απ’ το Εφτά ως το Εννιά,

στο Ήτα το ανορθόγραφο

κολλήσαν τα κανιά της.


Ω! Ήτα του άπειρου 8,

Ήττα μετά το Ζήτα,

Θήτα, εσύ, το τέλειο και άδοξο κενό!


14 Νοε 2007

Η Εξορία (του Βασίλη #6)

Μαύρα μάτια έκανα μέχρι να δω στο ταχυδρομείο μου το πιο αγαπημένο μου από τα ποιήματα του φίλου Βασίλη Κόκκοτα. Δεν θα περιγράψω πως αισθάνθηκα και πως με κούνησε όταν το πρωτοδιάβασα! Αυτό που μπορώ τώρα να κάνω, είναι να το συν-κοινωνήσω:

----------------------------------------------

«Είχε εξελιχθεί αφήνοντας τους άλλους μακριά πίσω του.

Μονάχος σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, με τις λέξεις στο νου του,

είχε αναπνεύσει πάλι τον καθαρό βουνίσιο αέρα της χαράς.»

Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, Το Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα


Εγώ ήμουν ένας τυφλός λοστρόμος

Έσφαξα τα αλμπατρός με σκουριασμένο αγκίστρι

Και απ’ την πίπα μου γλιστρούσαν ξεπουπουλιασμένα σύννεφα

Εγώ, καθώς διάβαζα τις αναγγελίες των θανάτων

Έχασα τα μάτια μου. Αργότερα, με τον καιρό, πέτρωσαν

Κι έγιναν παμπάλαιες βρύσες κάτω από μια νύχτα που πέθαινε

Εγώ, κλεμμένο ατλάζι από χωροφύλακες

Εγώ δεν μπόρεσα να πω

Μόνο η καρδιά μου μεγάλωνε

Και στο τέλος χώρεσε μια ολόκληρη πόλη.

Περάσανε ένα εκατομμύριο δευτερόλεπτα από τότε

Μα εγώ δεν έπαψα να χτυπώ

Μέσα μου δίχως αστέρια

Εγώ έγινα κάτι άλλο

Μέχρι το πρώτο μου κλάμα

Ήμουνα μια βουκαμβίλια

Τώρα στεγνώνω μ’ άγριο στειλιάρι το υγρό μου δέρμα

Και περιμένω εισιτήριο σε λίστα αναμονής

Εγώ ποτέ δεν είχα αποξηραμένα άνθη στο φόρεμά μου

Εγώ ποτέ δεν είχα τίποτε

Εμένα τα βήματα μου…

Εγώ είχα βήματα που πονούσαν μέσα στους άδειους δρόμους.

Εγώ δεν έχω πια τίποτα

Και οι γλάροι στρέφουν πίσω τους το βλέμμα

Και τα κοχύλια κόβουν βήμα

Ενώ αγκομαχώ πασχίζοντας ν’ ακολουθήσω

Εγώ ήμουν πουτάνα κάποιου σαμουράι που έκανε χαρακίρι

Πριν από χρόνια είδα τον φλογισμένο ήλιο στον ύπνο μου

Κι από τότε κουβαλώ μαζί μου τα μυρωμένα του άντερα

Και περιμένω απ’ τον άνεμο χρησμό

Εγώ έχω δυο δεκάρες πάνω μου για να τσιμπήσω κάτι

Αλλά μου είπαν πως αυτοί που ‘χουν στ’ αλήθεια τα αρχίδια καταπίνουν κοφτερά γυαλιά

Εμένα οι λέξεις μου τελειώνουν κι εγώ είμαι οι λέξεις που τελειώνουν

Εγώ, βραχνής σάλπιγγας γελοίο θάρρος

Και θύρας ανοιχτής πετροχελίδονο

Που εμφανίζεται μόνο στον ύπνο σου

Εγώ ήμουν ψίχουλο που έπεσε απ’ το στόμα σπουργιτιού

Και το μάζεψε ένας κανίβαλος μέρμηγκας

Που άκουγε μόνο απ’ το ΄να αυτί

Εγώ άκουγα τα πάντα έξω από μένα

Μα την ηχώ σου έκρυψα σ’ έναν σιωπηλό βυθό

Της μοναξιάς ευεξήγητος συνεργός

Και του έαρος αλλεργικό χιόνι

Εγώ εν τω ενύπνιο χαμήλωνα τα φώτα

Και συντηρούσα τον κόσμο μέσα σε μια ένυδρη κρούστα

Τα νυχτοπούλια όμως ισχυρίστηκαν πως αυτό είναι μεταφορά

Γι’ αυτό κι εγώ αγόρασα έναν χαρτοφύλακα

Για να διασώσω τα χρυσά μου δόντια

Εγώ υπήρξα η σκιά με το ματωμένο γόνυ

Η πληγή μου στραφταλίζει στο σκοτάδι ωσάν το απομεσήμερο

Εγώ δεν ενέσκηψα στην ηθική των αστυνομικών δελτίων

Κι έτσι, δυσήττητος μες στην προβιά μου,

Έγινα ο ανήλικος φονιάς των αγίων

Εγώ θα πω σ’ αυτόν που φεύγει –άκουσέ με,

Μην χαθείς ήρεμα στη νύχτα.

Θύμωσε, οργίσου με τον χαμό

Εγώ δεν ήμουν κτήνος μήτε και θεός

Ένα ξυλουργείο κληρονόμησα απ’ τον πατέρα μου

Και για τριάντα τρία χρόνια μαστόρευα μονάχος τον σταυρό μου

Εγώ, αν κι εθέλεχθρος των παγωμένων ακτών

Δεν θα υποβάλλω μήνυση στους λέμμους

Που πνίγονται σε κρύες θάλασσες

Σκανδαλισμένος μόνο απ’ το γεγονός, θα συμμετέχω σε διαλέξεις κηπουρών περί αθανασίας

Εγώ κοιμάμαι κάθε βράδυ μ’ έναν νεκρό

Όταν ξυπνάει αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο

Την ίδια ιστορία για εμένα

Εγώ μιλάω μ’ ένα περιστέρι

Μια φτερούγα του είναι θαμμένη στα μαλλιά σου

Κι αχνοφαίνεται καθώς στρέφεις το πρόσωπο

Στο πρωινό παράθυρο

Με ρωτάει τι χρώμα ήταν

Και μου λέει να κάνω υπομονή

Έπειτα σιωπούμε, αναλογιζόμενοι και οι δύο αυτό που λείπει

Εγώ, in vino veritas, ο ειλαπιναστής σεπτών ανθέων

Κι εγώ, δυσπέμφελος συλλαβισμός της καταιγίδας σου,

Διηνεκής αγνοούμενος πλέον.


© Βασίλης Κόκκοτας

Ο Χένρι Μίλερ από τον Γ.- Ι. Μπαμπασάκη



"Η απόλυτη επικαιρότητα του Χένρι Μίλερ" θα είναι το θέμα που θα διαπραγματευτεί ο συγγραφέας και μεταφραστής Γιώργος-Ίκαρος Μπαμπασάκης, στο πλαίσιο των Δευτεριάτικων εκδηλώσεων του βιβλιοπωλείου "Σύγχρονη Έκφραση", στη Λιβαδειά.
Η ομιλία- συζήτηση θα γίνει στις 19/11 στις 8:15.

Τυχεροί εμείς οι Λειβαδίτες!


ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ

ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΚΦΡΑΣΗ

Δημάρχου Ι. Ανδρεαδάκη 49, (πρώην Πεσ. Μαχητών), Λιβαδειά

τηλ.& fax (22610)23136, e-mail: n-lamp@otenet.gr


10 Νοε 2007

Το Αντίστροφο Αυγό (#3)


20.

'Οταν το τσόφλι μου θα ξανασπάσω

στον εαυτό μου θα τυλιχτώ,

σαν έμβρυο παρθένο θα ξεράσω

τη σιγουριά που μου προσφέρατε εδώ.


8 Νοε 2007

Οι πουτάνες δεν φιλάμε


-Κοιμάσαι; Πες όχι!

Γιατί παγώνουνε τα χέρια μου;

Γιατί τα πόδια μου δεν με κρατάνε;


-Είναι που άπληστα πήρα το ρόλο σου.

Υπέροχα τα ρούχα σου μου πάνε,

να τρυφερεύω όμως, δεν μπορώ αιώνια,

χάνω τα λόγια μου, πέφτω απ’ τα κλώνια,

θυμώνει ο σκηνοθέτης.

Ξαναβουτώ μονός στο ορυχείο μου,

γδύνομαι το δέρμα, τους δυναμίτες ζώνομαι,

και αμαυρώνομαι

της ενοχής επαίτης.

Τα φωνήεντα αισθήματα ακόμ' αχολογάνε,

μα να πνιγώ ή να σωθώ στο στόμα σου δεν το μπορώ,

μη το ζητάς, είναι γνωστό από παλιά,

στο στόμα, οι πουτάνες δεν φιλάμε…