Μαύρα μάτια έκανα μέχρι να δω στο ταχυδρομείο μου το πιο αγαπημένο μου από τα ποιήματα του φίλου Βασίλη Κόκκοτα. Δεν θα περιγράψω πως αισθάνθηκα και πως με κούνησε όταν το πρωτοδιάβασα! Αυτό που μπορώ τώρα να κάνω, είναι να το συν-κοινωνήσω:
----------------------------------------------
«Είχε εξελιχθεί αφήνοντας τους άλλους μακριά πίσω του.
Μονάχος σ’ αυτή την ατμόσφαιρα, με τις λέξεις στο νου του,
είχε αναπνεύσει πάλι τον καθαρό βουνίσιο αέρα της χαράς.»
Γουίλιαμ Κάρλος Γουίλιαμς, Το Μεγάλο Αμερικάνικο Μυθιστόρημα
Εγώ ήμουν ένας τυφλός λοστρόμος
Έσφαξα τα αλμπατρός με σκουριασμένο αγκίστρι
Και απ’ την πίπα μου γλιστρούσαν ξεπουπουλιασμένα σύννεφα
Εγώ, καθώς διάβαζα τις αναγγελίες των θανάτων
Έχασα τα μάτια μου. Αργότερα, με τον καιρό, πέτρωσαν
Κι έγιναν παμπάλαιες βρύσες κάτω από μια νύχτα που πέθαινε
Εγώ, κλεμμένο ατλάζι από χωροφύλακες
Εγώ δεν μπόρεσα να πω
Μόνο η καρδιά μου μεγάλωνε
Και στο τέλος χώρεσε μια ολόκληρη πόλη.
Περάσανε ένα εκατομμύριο δευτερόλεπτα από τότε
Μα εγώ δεν έπαψα να χτυπώ
Μέσα μου δίχως αστέρια
Εγώ έγινα κάτι άλλο
Μέχρι το πρώτο μου κλάμα
Ήμουνα μια βουκαμβίλια
Τώρα στεγνώνω μ’ άγριο στειλιάρι το υγρό μου δέρμα
Και περιμένω εισιτήριο σε λίστα αναμονής
Εγώ ποτέ δεν είχα αποξηραμένα άνθη στο φόρεμά μου
Εγώ ποτέ δεν είχα τίποτε
Εμένα τα βήματα μου…
Εγώ είχα βήματα που πονούσαν μέσα στους άδειους δρόμους.
Εγώ δεν έχω πια τίποτα
Και οι γλάροι στρέφουν πίσω τους το βλέμμα
Και τα κοχύλια κόβουν βήμα
Ενώ αγκομαχώ πασχίζοντας ν’ ακολουθήσω
Εγώ ήμουν πουτάνα κάποιου σαμουράι που έκανε χαρακίρι
Πριν από χρόνια είδα τον φλογισμένο ήλιο στον ύπνο μου
Κι από τότε κουβαλώ μαζί μου τα μυρωμένα του άντερα
Και περιμένω απ’ τον άνεμο χρησμό
Εγώ έχω δυο δεκάρες πάνω μου για να τσιμπήσω κάτι
Αλλά μου είπαν πως αυτοί που ‘χουν στ’ αλήθεια τα αρχίδια καταπίνουν κοφτερά γυαλιά
Εμένα οι λέξεις μου τελειώνουν κι εγώ είμαι οι λέξεις που τελειώνουν
Εγώ, βραχνής σάλπιγγας γελοίο θάρρος
Και θύρας ανοιχτής πετροχελίδονο
Που εμφανίζεται μόνο στον ύπνο σου
Εγώ ήμουν ψίχουλο που έπεσε απ’ το στόμα σπουργιτιού
Και το μάζεψε ένας κανίβαλος μέρμηγκας
Που άκουγε μόνο απ’ το ΄να αυτί
Εγώ άκουγα τα πάντα έξω από μένα
Μα την ηχώ σου έκρυψα σ’ έναν σιωπηλό βυθό
Της μοναξιάς ευεξήγητος συνεργός
Και του έαρος αλλεργικό χιόνι
Εγώ εν τω ενύπνιο χαμήλωνα τα φώτα
Και συντηρούσα τον κόσμο μέσα σε μια ένυδρη κρούστα
Τα νυχτοπούλια όμως ισχυρίστηκαν πως αυτό είναι μεταφορά
Γι’ αυτό κι εγώ αγόρασα έναν χαρτοφύλακα
Για να διασώσω τα χρυσά μου δόντια
Εγώ υπήρξα η σκιά με το ματωμένο γόνυ
Η πληγή μου στραφταλίζει στο σκοτάδι ωσάν το απομεσήμερο
Εγώ δεν ενέσκηψα στην ηθική των αστυνομικών δελτίων
Κι έτσι, δυσήττητος μες στην προβιά μου,
Έγινα ο ανήλικος φονιάς των αγίων
Εγώ θα πω σ’ αυτόν που φεύγει –άκουσέ με,
Μην χαθείς ήρεμα στη νύχτα.
Θύμωσε, οργίσου με τον χαμό
Εγώ δεν ήμουν κτήνος μήτε και θεός
Ένα ξυλουργείο κληρονόμησα απ’ τον πατέρα μου
Και για τριάντα τρία χρόνια μαστόρευα μονάχος τον σταυρό μου
Εγώ, αν κι εθέλεχθρος των παγωμένων ακτών
Δεν θα υποβάλλω μήνυση στους λέμμους
Που πνίγονται σε κρύες θάλασσες
Σκανδαλισμένος μόνο απ’ το γεγονός, θα συμμετέχω σε διαλέξεις κηπουρών περί αθανασίας
Εγώ κοιμάμαι κάθε βράδυ μ’ έναν νεκρό
Όταν ξυπνάει αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο
Την ίδια ιστορία για εμένα
Εγώ μιλάω μ’ ένα περιστέρι
Μια φτερούγα του είναι θαμμένη στα μαλλιά σου
Κι αχνοφαίνεται καθώς στρέφεις το πρόσωπο
Στο πρωινό παράθυρο
Με ρωτάει τι χρώμα ήταν
Και μου λέει να κάνω υπομονή
Έπειτα σιωπούμε, αναλογιζόμενοι και οι δύο αυτό που λείπει
Εγώ, in vino veritas, ο ειλαπιναστής σεπτών ανθέων
Κι εγώ, δυσπέμφελος συλλαβισμός της καταιγίδας σου,
Διηνεκής αγνοούμενος πλέον.
© Βασίλης Κόκκοτας