Οι σκέψεις Ιουνίζουν
σε επικίνδυνες στροφές.
Νύχτες τσιγγάνες οιακίζουν
ακτές καταργημένες
και λάμνουν σε άνοστο ταξίδι.
Ευτυχώς ή δυστυχώς, είμαστε Εύριπος…
Πάντα καθυστερημένος (retard στα αγγλικά και retard στα γαλλικά), θα μπω στο παιχνίδι που μου κότσαρε η demetrat, να καταθέσω δηλαδή 5 κατιτίς αληθοφανή για την αφεντομουτσουνάρα μου και από αυτά, το ένα να ισχύει στην πραγματικότητα.
Γράψε και κλάψε:
1. Το 1999 όντας πρωταθλητής στο τοπικό ποδοσφαιρικό πρωτάθλημα Βοιωτίας με τον Ολυμπιακό (τι άλλο?) Λιβαδειάς, με ζήτησε ο Λεβαδειακός (στη Β’ Εθνική τότε) και ενώ ήμουν έτοιμος να υπογράψω επαγγελματικό συμβόλαιο, άλλαξε ο προπονητής και έμεινα με το στυλό στο χέρι! Από τότε ασχολήθηκα με την ποίηση και την πλήρωσε αυτή!...
2. Έχω εκδώσει 2 ποιητικές συλλογές και την πρώην σύζυγό μου!
3. Το παρακάτω τετράστιχο από το «λένε για μένα» των Πυξ Λαξ, είναι δικοί μου στίχοι που τους ενεχείρισα στον Πλιάτσικα μετά από μια συναυλία στη Λιβαδειά:
«Πολλοί αναρωτιόντουσαν πώς έφτασε ως εδώ
ας φαίνεται καλό παιδί τι να το κυριεύει,
οι θύελλες που πέρασε δεν του 'βαλαν μυαλό
απ' το Θεό παιδεύεται και το Θεό παιδεύει».
4. Στα 5 μου, με έβαζαν τα γερόντια στο καφενείο του χωριού να τους διαβάζω τα νέα από την εφημερίδα «Ακρόπολις»· (το παιδί-μπουζί!)!
5. Έχω ποζάρει στο Play Girl (τότε που έκανα καταδύσεις).
-----
(*) Το τραγούδι δεν έχει σχέση με την ανάρτηση αλλά ταιριάζει στον τίτλο:
" 5 to 1" - από τους Doors, για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι (χα, πρωτότυπο!).
|
[Μετά τον τσακωμό με τον ισπανό εξόριστο Luis Buñuold Boy και τον ανδαλουσιανό σκύλο του (που έληξε αναίμακτα αλλά όχι ακάτουρα), ο Rainer Maria Rilken με τον φίλο του Νέο Ποιητή Jorge Luis Borja, ετοιμάζεται να ανταποκριθεί στο κάλεσμα της Επανάστασης]
Το ξενοδοχείο μύριζε θυμάρι και το λόμπυ κόκκινο ουρανό. Ο Rainer σφιχταγκάλιαζε τον Νέο και ενώ μετρούσε τους χτύπους της καρδιάς του ψιθύρισε: «Ακούω την αγάπη! Τακ τακ εσύ, τακ τακ κι εγώ! Που πάει να πει σ' αυτή τη γλώσσα τη βουβή, βαστάω γερά, κρατάω καλά». Ο ανδαλουσιανός σκύλος τούς κοίταζε και του έτρεχαν τα σάλια. Θυμήθηκε τη σκύλα τη Σμαρώ απ’ την Καλαμαριά, εκείνη τη νυχτιά που φύσαγε ο Βαρδάρης και μάταια έψαχνε το στρατί που πάει για το Depot. (Τελικά οι δυο κόπροι το κάνανε κάτω από το άγαλμα του Βουκεφάλα που έχει κάποιον αρχαίο φαντάρο στην πλάτη του και στη συνέχεια βρέθηκαν να παρακολουθούν -χωρίς εισιτήριο- τη συναυλία του Steve Wynn στο Ξυλουργείο του Μύλου, όπου πάνω στο “turning of the tide” το ξαναέκαναν δημόσια, σα τα σκυλιά εννοείται, κερδίζοντας το μπιζάρισμα του κοινού ενώ ο ανύποπτος αμερικανός κιθαρίστας υποκλινόταν. Αξέχαστη βραδυά!).
Η διαδήλωση έξω στα πλακόστρωτα συνεχιζόταν δίχως να κοιτάζει τη δική τους μελαγχολία. Όμορφα, όμορφα τα κορίτσια πέρναγαν δυο - δυο βιαστικά χωρίς να γνωρίζουνε ότι την ασχήμια των γονιών τους θα πληρώσουνε ακριβά κάποια μέρα που σαν χαμένα θα σταθούν στην εκκλησιά ενώ η μαμά τους θα δακρύζει, συγγενείς, πεθερικά, τα κορίτσια τα καημένα κι ούτε λέξη πια γι' αυτά -ούτε ο καν ο Νιόνιος του Καραγκιόζη δεν θα τα ξαναθυμηθεί γιατί θα τρέχει να πάρει κάποιες κυβερνητικές επιδοτήσεις για συναυλίες που θα δώσει για τον ελληνικό στρατό, ο οποίος μέλλεται να απελευθερώσει την Βόρεια -αμερικανική- Ήπειρο.
«Κι έρχεται ο Απρίλης, αχ καρδούλα μου, να κι ο Μάης συννεφούλα μου», συνέχισε ο Rainer φτύνοντας τα χνούδια από το παλτό του μαρμαρόστηθου νέου. «Δίχως τραγούδι, δάκρυ και φιλί, δεν είν’ Α- δεν είν’ Άνοιξη φέτος αυτή» κλάφτηκε κομπιάζοντας.
-«Θέλεις να βάλω και αίσθημα, ξεμωραμένε μου Πυγμαλίωνα;» τον ρώτησε ο Jorge καυλοπυρέσσων, αφού από ώρα τα πέη τους σαν διάφανα κρίνα, εκλιπαρούσαν φανατικά λίγη γαλήνη την ώρα που σπαράζοταν το φως τους και η φωνή του Διονυσιακά Καψαλιασμένου από αγάπη Νέου, ήρθε σαν πύρινο παράγγελμα που λύνει όρους ζωής και την αδρή χαρά του κόσμου, χωρίς να μαζεύει ουρανό για να τους πλύνει ή να κρατά βασιλικό και φύλλα δυόσμου.
Ο Rainer συνειδητοποιώντας το ημίμετρο της δημόσιας επαφής, αποτραβήχτηκε ισιώνοντας τον λαιμοδέτη και τη ρεντιγκότα του. Σαν έτοιμος από καιρό, σα θαρραλέος, πλησίασε σταθερά προς το παράθυρο κι άκουσε με συγκίνηση, αλλ’ όχι με των δειλών τα παρακάλια και παράπονα, τα εξαίσια όργανα του χαμηλόφωνου θιάσου που διαδήλωνε σαν να αποχαιρετούσε την Αλεξάνδρεια.
Το ανεσταλμένο από ώρα αίσθημα ευθύνης, μπροστά στο ποιητικό προτσές και την πρόκληση της εκ των κάτω αέναης καλλιτεχνικής ώθησης, αναδύθηκε και διαχύθηκε στις καλοσιδερωμένες πτυχώσεις του εγκεφάλου του. Σαν δρομέας ημιαντοχής, πήρε δυο βαθειές εισπνοές, σήκωσε πλάτες, κούτελο, και μύτη και κινήθηκε προς την τσεχόπορτα. Τράβηξε το μάνταλο. Έκανε Το βήμα στην Ιστορία. «Ένα μικρό βήμα για τον Ποιητή, ένα τεράστιο τίποτα για την Ποίηση!» όπως θα έλεγε χρόνια αργότερα ο σεληνιασμένος βιβλιοκριτικός Νηλ Άρμστρονγκ. Ήταν έτοιμος να διαμοιράσει το μεσοφόρι της τέχνης του στους βελούδινους οπαδούς του, να διαχύσει τον μεταφυσικό ερωτισμό του στα διάσελα της Κεντρικής Ευρώπης, στους μποέμ της Μποημίας και στους αυτοκρατορικούς κύκλους του τριγώνου Πράγα - Βιέννη - Παρίσι. Αποφασισμένος ακόμα και να κάνει stage diving προκειμένου οι εν δυνάμει μύστες της τέχνης που διαδήλωναν, να γευτούν τους χυμούς και το άρωμα του Ορφικού κομμωτή, ο οποίος ήταν τόσο ψύχραιμα προετοιμασμένος, καλύτερα κι από κάθε Ζαν-Μπατίστ Γκρενούιγ, ώστε να καταστεί ο Όσιρις του Αιώνα! Στο πλάι του οδοιπορούντος ποταμού, μπροστά στο ciné Duino που έπαιζε μια ταινία για τον Ορφέα, «Οι γενναίες πεθαίνουν δυο φορές» λεγόταν η ταινία του Ούγο Φόσκολου, ο Μείζων κοντοστάθηκε και άρχισε να απαγγέλλει μια ελεγεία:
«Ποιος τάχα θα με άκουγε αν φώναζα από τις τάξεις
των αγγέλων; Και αν ακόμη υποθέσουμε πως ένας τους
με έσφιγγε ξάφνου στο στήθος του: πανίσχυρος είναι
και θα 'σβηνα. Γιατί το ωραίο δεν είναι
παρά του φριχτού η αρχή, που μόλις την αντέχουμε
και το θαυμάζουμε τόσο επειδή δεν καταδέχεται
να μας συντρίψει. Ο κάθε άγγελος είναι φοβερός».
Κανείς όμως δεν του έδωσε σημασία.