Δεν ξύπνησα νεκρός
Το βαμπάκι βέβαια, σφράγιζε το στόμα
Τα χέρια δετά και σταυρωμένα
Σιωπή κεριών.
Καμιά οργή
Τα χείλια στεγνά
Η επαφή σαλιγκάρι
Και χωροφύλακας.
Δεν ξύπνησα νεκρός
Στην πόρτα σου έρχεται ο ταχυδρόμος, μα συ δεν του ανοίγεις. Έρχονται και οι ποιητές, σύσσωμοι και οι τραγουδιστές, μα συ τους διώχνεις. Διάφανη έγινε η φωνή σου, τα χρώματά σου τα δίπλωσες στα τέσσερα, χωράνε στο μπλόκ με τα τηλέφωνα.
Και είναι δύσκολος τούτος ο χειμώνας. Και βαρύς, ατσάλι παγωμένο. Και συ που αισιόδοξα δάνεισες το τελευταίο σου παλτό, να´σαι τώρα λεύκα ολομόναχη καταμεσής στον κάμπο, να ομορφαίνεις την ομίχλη με τα γυμνά κλαδιά σου σαν χέρια άδεια, σαν αγκάθια στα σύννεφα, ικεσία και οργή. Μυροφόρα της ίδιας σου της ζωής, σημαιοφόρος με σημαία το σεντόνι της αποκαθήλωσης, μα η ανάσταση δεν βρήκε εισιτήριο ακόμα.
Τον έζησα κάποτε τούτο τον πρόστυχο χειμώνα, τον ξέρω καλά, γι’ αυτό σου λέω, ντύσου και φύγε μακριά του. Δεν έχει μπέσα η μοναξιά! Δεν έχει ούτε σώμα, ούτε μυρωδιά· σαν κισσός αθόρυβα φυτρώνει, μεγαλώνει και ανύποπτα δένει τα χέρια και τη ρημάδα την καρδιά σου. Τα αισθήματα, σα παλιά γραμματόσημα πια, χωρίς αντίκρισμα, μικρά χαρτάκια, με δόντια-πριόνια τρώνε ό,τι περίσσεψε απ’ το δείπνο της αγάπης.
Γι’ αυτό σου λέω, κοίτα από τούτα να φύγεις μακριά!
Κοίτα που στο παράθυρό σου έρχονται σήματα. Η κάθε μέρα, σου χτυπάει το τζάμι σαν σπουργίτι αλήτικο. Μα συ κλείνεις μάτια και αυτιά. Ξέρω, είναι σαΐτες μνήμης οι ακτίνες του ήλιου, είναι το φως πουκάμισο του Νέσσου. Μακρύς και άδενδρος τούτος ο δρόμος, πέτρα στην τσέπη ο χρόνος, Προκρούστης οι αναβολές κι οι αποφάσεις μπαγιάτικο ψωμί.
Μένουν οι νύχτες, σύντροφοι αχόρταγοι. Η κάθε νύχτα καταρράκτης μετέωρων κινήσεων, ασπρόμαυρη φωτογραφία όπως αυτές των αυτοχείρων, όπως τα απλωμένα ασπρόρουχα στη συννεφιά, αποχρώσεις του γκρί.
Τσιμπολογάς τις ώρες με τη ψυχραιμία που ανάβεις τσιγάρο. Όπως κι όταν μονοκοντυλιά διαγράφεις τις εποχές. Ημέρες μόνο κράτησες καλοκαιριού και αιώνες χειμώνων. Σε κάποια διάκενα λιγοστά, χάσκουν κάποιες Άνοιξες. Απαρχαιωμένες. Αφρόντιστες, σαν κορινθιακές κολώνες έρημου ναού. Σαύρες που λιάζονται στα ξερόχορτα οι αισθήσεις, σιωπηλά ζητούν δικαίωση. Άκου τους κεραυνούς της σιωπής, δες πόσες Πανσέληνους παραίτησες, μέτρα από πόσες Πανσέληνους παραιτήθηκες. Δικαίωση ζητάνε όλα: όνειρα, αισθήματα, πληγές, μαθήματα κι εγκλήματα. Όλα είμαστε, όλα θα είμαστε. Νυν και αεί!
Στη γειτονιά σου, δες, βολτάρουν τα φεγγάρια δυό-δυό, μέρα μεσημέρι. Σημασία εσύ καμιά. Έχεις να βγάλεις βόλτα τις κοντινές σου απουσίες. Έχεις να ποτίσεις ένα κήπο αναστολές. Έχεις να ταΐσεις ένα τσουβάλι φόβους. Έχεις να παρηγορήσεις τις παιδικές σου αρετές. Να ´χεις το νου σου όμως, μήπως τελειώνοντας το σιδέρωμα της εικόνας σου, τσακίσεις το ύφασμα της ψυχής σου. Να ´χεις το νου σου, μήπως περιμένοντας τον Γκοντό, εκεί που γυρνώντας απ’ τη δουλειά, ανοίξεις την πόρτα και βρεις τα παιδιά σου μεγαλύτερα από σένα.
Σπάσε , γαμώτο, την επιφάνεια και στην ανάγκη κολύμπα στη παγωμένη λίμνη. Βούτα σαν ήρωας μ’ όλη την άγνοιά του. Τις μπογιές σου πέτα στον αέρα, να βάψουν οι μαύροι δρόμοι, να γίνουν πέλαγα χρωμάτων. Τη φωνή σου που σκιάχτηκες ν’ αφουγκραστείς, βγάλ’ την στο σεργιάνι. Χάιδεψε το σκύλο της ψυχής σου και κείνος, είναι σίγουρο πώς γενναιόδωρος στην αγάπη θα φανεί.
Κι όμως είναι όμορφα εκεί έξω! Εκεί έξω, στο Πάσχα των ανθρώπων. Μέσα στον κύκλο του χορού. Γύρω και πάνω απ’ τις φωτιές. Έξω απ’ το φλοιό που κρύβει τους χυμούς της κερασιάς σου!
Εκεί έξω μόνο, Είμαστε και Έχουμε! Ζητάμε και βρίσκουμε. Πασχίζουμε και ανθίζουμε. Αφουγκραζόμαστε, γευόμαστε, κρυώνουμε, πληρώνουμε, λυγίζουμε, εκτινασσόμαστε, σκορπάμε, ανατέλλουμε, πλέουμε, φλεγόμαστε και πάλι από την αρχή…
14 Νοέμβρη’05
Παίρνοντας την πάσα από τον Ν. Ago και τον Πάνω Κ. ξεμπροστάζομαι:
Γεννήθηκα αρβανίτης αλλά μάλλον είμαι γύφτος (έχω μετακομίσει σε 14 σπίτια).
Σπούδασα στο Εργαστήρι Δημοσιογραφίας αλλά ευτυχώς σιχάθηκα νωρίς, βοήθησε και το ότι ο εργάτης πατέρας μου δεν είχε φράγκα να σιγοντάρει δυο τρία χρόνια πηδήματος για μια αμφίβολη καριέρα. Έχω δουλέψει εργάτης γης, εργάτης βαριάς βιομηχανίας, σε αποθήκες, σε κυριλέ ξενοδοχείο, σε φτηνό καφενείο, σε μπαρ, σε κουτούκι, στο ραδιόφωνο, γραμματέας, dj, σχολιογράφος, δημοσιογράφος, παράλληλα με το δημοσιοϋπαλληλίκι τα πιο πολλά.
Έχω παίξει ποδόσφαιρο, μουσική, τάβλι. Τώρα παίζω μόνο θέατρο και κάνω ψυχοθεραπεία. Βαριέμαι ασύστολα τον κινηματογράφο, παρότι στα νιάτα μου ήμουν μέλος Κινηματογραφικής Λέσχης. Παθιάζομαι για Ιστορία, διάβασμα, πλάκες, Θρύλο, και κατούρημα στη φύση!
Δεν πιστεύω σε θεούς και δαίμονες, σε πατρίδες, σε εμπαθείς αναγνώσεις της Ιστορίας και στην ευφυΐα του λαού (μάζα τον λέει η Παπαρήγα, για κολακεία άραγε;)
Εκκρεμούν εις βάρος μου δύο γάμοι, μία μελαχρινή κόρη και ένας πενταετής πια δεσμός.
Έχω πιεί γαλόνια βότκας, έχω κολυμπήσει στο ρούμι, αλλά το γούστο μου είναι το τσίπουρο με τις φυλλάδες του Σαββατοκύριακου!
Συνεχίζοντας την σκυταλοδρομία, θέλω να πασάρω στην Ρεγγίνα, τον Νικολάκη Διάσελο και τον Αίολο, αναρωτώμενος γιατί να μην βγάζουμε εξαρχής στο προφίλ, τέτοια εσώψυχα…
(Μάρτιν Νιμέλερ, γερμανός πάστορας που πέθανε στο Άουσβιτς)
Δυο νέοι άνθρωποι, ο Ταράσιο Ζαντορόζνι και ο Γεράσιμος Κυριακόπουλος, προφυλακισμένοι από τον περασμένο Μάιο, βρίσκονται σε απεργία πείνας για 65 και 49 μέρες αντίστοιχα, απαιτώντας δίκη.
Οι περισσότεροι γνωρίζουμε το θέμα. Οι περισσότεροι σιωπούμε. Δεν είναι μόνο πολιτικό το θέμα. Είναι η λυδία λίθος που κρίνει τον ανθρωπισμό μας, τα κοινωνικά μας αντανακλαστικά και εν τέλει τις απαιτήσεις μας από το «σύγχρονο κράτος».
Προσυπογράφω το ποστ του φίλου Νικολάκη από τους Panokato.Οι επιστολές των απεργών πείνας εδώ.