« Ξεχάσαμε, οι γονείς. Ξεχάσαμε να ζούμε και το πληρώνουμε πέρα απ' τον δικό μας "θάνατο" με τον καθημερινό "θάνατο" των παιδιών μας. Κι έχει πολλά ονόματα αυτός ο "θάνατος"».
Απέναντι, δίπλα και ανάμεσα σ’ αυτά που θίγονται στο γνωστό γράμμα του Αλέξανδρου, μια γυναίκα (πολύ δική μου) βγάζει το δικό της πνίξιμο.
Παραθέτω ολόκληρο το email:
Αγαπητέ Αλέξανδρε κι αγαπητοί γονείς, Κόρη μου.
Διάβασα την επιστολή σου Αλέξανδρε και χαίρομαι πολύ που τολμάς να πεις τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Κι ας μας ρίχνει γροθιά στο στομάχι, αγαπητοί γονείς, κι ας μας πονάει! Καιρός να κάνουμε την αυτοκριτική μας, και να πάψουμε να στρουθοκαμηλίζουμε!
Είμαι, απλά, μητέρα μιας εικοσιτετράχρονης. Μια μητέρα που έφερε το παιδί της στον κόσμο, πολύ μικρή, δεκάξι χρονών.
Στην αρχή δεν ήξερα τί πάει να πει να ΄χεις παιδί. Ήμουνα, βλέπεις, παιδί κι η ίδια. Ένα παιδί που κοίταζε αμήχανα ένα άλλο παιδί.
Τί να κάνω τώρα μ' αυτό το πλάσμα, αναρωτιόμουνα. Και να είστε σίγουροι, έκανα πολλά. Έπαιξα μαζί της σαν συνομήλικη, θύμωσα που μου ΄παιρνε τα παιχνίδια (ή μήπως τη ζωή μου), την έκανα κολλητή μου, τη μάλωσα και τη δίδαξα να’ ναι δυνατή, (έτρεχα όμως να τη σώσω όταν τη ζόριζαν και τη πλήγωναν, δίνοντάς της το μήνυμα ότι δεν μπορεί η ίδια να προστατέψει τον εαυτό της), τη φόρτωσα με τα προβλήματα του γάμου μου με τον πατέρα της, τη λάτρεψα, την γέμισα ενοχές, την έπνιξα με την "αγάπη" μου!
Έκανα κι άλλα πράγματα. Καλά, αυτή τη φορά! Της μίλησα για τη μοναδικότητα και την αξία της ζωής. Της είπα ότι αποτελεί ύβρη για την ίδια τη ζωή, εκείνος ο άνθρωπος που δεν τιμάει τη ζωή του! Την παρότρυνα να παίξει, να ερωτευτεί, να ζήσει! Την κρατούσα από μικρή στην αγκαλιά μου και της διάβαζα λογοτεχνία και ποίηση!
Γούρλωνε όμως τα ματάκια της, μπερδεμένη απ' αυτόν τον άνθρωπο που είχε απέναντί της και της μιλούσε για τη ζωή και με κοιτούσε θλιμμένα. Όπως δεν ήξερα εγώ τί να κάνω μ’ αυτό το πλάσμα που έφερα στον κόσμο, έτσι κι εκείνη έμαθε να μη ξέρει τί να κάνει μ’ αυτή τη μάνα που της έτυχε. Κι έκανε ό,τι μπόρεσε. Έπαιξε σ' αυτό το έργο με χίλιους ρόλους, άλλοτε σαν μάνα μου, άλλοτε σαν κολλητή ή σαν οικογενειακή σύμβουλος. Ανάλογα με το τί έλειπε σε μένα κάθε φορά.
Δεν της έμαθα πως ο μόνος ρόλος που της ταιριάζει, είναι ο ρόλος του παιδιού.
Κι όμως, την αγαπούσα. Ήταν και είναι ό,τι πολυτιμότερο, στη ζωή μου! Μόνο που τα πιο ειδεχθή εγκλήματα είναι αυτά που γίνονται από αμέλεια, στο όνομα της αγάπης!
Και ξέρετε τί είναι αυτό, που έστω κι αργά ,κατάλαβα;
Δεν ήταν το θέμα ότι δεν ήξερα τί να κάνω με τη κόρη μου και πώς πρέπει να είμαι μ’ εκείνη. Μπερδεύτηκα γιατί δεν ήξερα τί να κάνω μ’ εμένα και πώς θέλω να ’μαι στη δική μου τη ζωή. Έλεγα, με όμορφες λογοτεχνικές εκφράσεις, στη κόρη μου να ζήσει και δεν ζούσα εγώ! Δεν τιμούσα η ίδια τη ζωή μου! Τί να καταλάβει το παιδί, λοιπόν; Αντιφατικό το μήνυμα. Βαρύ το χρέος. Ζήσε εσύ, γιατί δεν ζω εγώ!
Κι από πού να πάρει, το έρμο, μαθήματα ζωής; Απ' τους γονείς της που είχαν βουλιάξει τη ζωή τους στο πένθος, που προσέβαλαν ο ένας τον άλλον αλλά δεν χώριζαν για να μη πληγώσουν τάχα το ήδη πληγωμένο τους παιδί;
Κατάλαβα λοιπόν ότι δεν χρειάζεται λόγια, το παιδί. Πράξη ζωής, θέλει απ' τον γονιό του. Σήμερα που κατάλαβα τί σημαίνει ευθύνη γονιού, σήμερα που μπορώ να έχω την ευθύνη της δικής μου ζωής, προσπαθώ να φτιάξω τη σχέση μου μαζί της σε άλλες βάσεις. Την ευχαριστώ που ζει και μου δίνει το περιθώριο να ζητάω συγνώμη.
Να καταλάβει ότι ο γονιός του είναι καλά με τη ζωή του και τις επιλογές του. Κι έτσι να μπορέσει το ίδιο, να πορευτεί στη ζωή του με χρέος μόνο στον εαυτό του κι όχι σ' εκείνους που δούλευαν απ' το πρωί μέχρι το βράδυ για να μη του λείψει τίποτα, που ΄διναν λεφτά για να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα κι έτσι να καταξιωθεί "πετυχαίνοντας" σε μια σχολή, στους γονείς που ξέχασαν οι ίδιοι να πετύχουν και κρεμάστηκαν στο λαιμό του, πνίγοντας και το ίδιο!
Ξεχάσαμε, οι γονείς. Ξεχάσαμε να ζούμε και το πληρώνουμε πέρα απ' τον δικό μας "θάνατο" με τον καθημερινό "θάνατο" των παιδιών μας. Κι έχει πολλά ονόματα αυτός ο "θάνατος": βία, παραβατικότητα, κατάθλιψη, χρήση ουσιών και τόσα άλλα, που όταν έρχονται μπροστά μας, τρέχουμε σαν παλαβοί, να βρούμε τις αιτίες που τα προκάλεσαν. Ας μην ψαχνόμαστε αλλού!
Το δικό μας τέλμα, τον δικό μας θάνατο, καθρεφτίζουν, τα παιδιά μας. Εμείς είμαστε η αιτία κι από εμάς η Άνοιξη εξαρτάται!
Σ' ευχαριστώ, Αλέξανδρε!
Συγνώμη, Κόρη μου!
«Μαρία»