«…Μια γυναίκα μονάχη με τον άνεμο πέρασε στ’ ακρογιάλι·
το φόρεμά της κολλάει στο κορμί της.
Κι αυτός με το χέρι στην τσέπη,
παράτησε το ζεσταμένο νόμισμα κι έσφιξε το φαλλό του.
Έι -φώναξε-
έι, άτιμη, μαγκούφα, σκρόφα ζωή, τι όμορφα που μοσκοβολάει
αλμύρα, δάφνη, σπέρμα και μουνί το μπορντέλο του κόσμου».
(Κάλυμνος, Ιούνιος 1982)
Στίχοι από την «Αλλαγή δρομολογίου» (ανέκδοτη συλλογή «Πορθμείο») του Γιάννη Ρίτσου, που τρία ποιήματα δημοσιεύει το περιοδικό «Δέντρο».
Πάνω που ήθελα να το αναδημοσιεύσω, έτσι στο ξεκούδουνο, το κάνω με αφορμή και πρόκληση να διαβάσει ποίηση ο άρρωστα βιβλιόφιλος και απόλυτα αντιποιητικός ΠάνωςΚ. που με προσκάλεσε στο μπλογκοπαίγνιο της εποχής, «το ποίημα που σας αρέσει».
[Έτσι μού ’ρχεται, από καιρό δηλαδή το είχα κατά νου, να παρενθέσω ένα μπλογκ-ανθολόγιο ποίησης, αντίστοιχο των κλασσικών τυπογραφημένων ανθολογιών. Μόνο που εκτός από κλασσικούς και «κλασσικούς» θα περιέχει νέους, ωραίους και άγνωστους. De gustibus et coloribus…
Έσεται ήμαρ]
Με τη σειρά μου όμως, καλώ και θέλω να δω -έστω και υπαινικτικά- τα ποιητικά "πρωτεύοντα" των εν δικτύω μη "ποιητών" φίλων Τουκιθεμπλόμ, Yellow Kid, Habilis, όπως και του "εν κουλτούρα" βιβλιοπροωθητή (με την καλή έννοια) Νίκου. Μα και του συμμαθητή μου Γιώργου Κρανιώτη. (Η ντροπή ντροπή δεν έχει!...)
15 σχόλια:
Μήνυμα ελήφθη, φίλτατε! Θα απαντήσω όσο το δυνατόν πιο γρήγορα! (Δηλ. έχω στα σκαριά μετάφραση -δική μου!- αγαπημένου ποιήματος.)
Εύχομαι να είσαι καλά.
ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ ΚΑΙ Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ του Γ. Παυλόπουλου (αγαπημένο μου ποίημα αυτό τον καιρό)
Σαν έκλεινε το μουσείο
αργά τη νύχτα η Δηιδάμεια
κατέβαινε από το αέτωμα.
Κουρασμένη από τους τουρίστες
έκανε το ζεστό λουτρό της και μετά
ώρα πολλή μπροστά στον καθρέφτη
χτένιζε τα χρυσά μαλλιά της.
Η ομορφιά της ήταν για πάντα
σταματημένη μες στο χρόνο.
Τότε τον έβλεπε πάλι εκεί
σε κάποια σκοτεινή γωνιά να την παραμονεύει.
Ερχόταν πίσω της αθόρυβα
της άρπαζε τη μέση και το στήθος
και μαγκώνοντας τα λαγόνια της
με το ένα του πόδι
έμπηγε τη δυνατή του φτέρνα
στο πλάι του εξαίσιου μηρού της.
Καθόλου δεν την ξάφνιαζε
κάθε φορά που της ριχνόταν.
Άλλωστε το περίμενε, το είχε συνηθίσει πια.
Αντιστεκόταν τάχα σπρώχνοντας
με τον αγκώνα το φιλήδονο κεφάλι του
και καθώς χανόταν όλη
μες στην αρπάγη του κορμιού του
τον ένιωθε να μεταμορφώνεται
σιγά-σιγά σε κένταυρο.
Τώρα η αλογίσια οπλή του
την πόναγε κάπου εκεί
γλυκά στο κόκαλο
και τον ονειρευότανε παραδομένη
ανάμεσα στο φόβο της και τη λαγνεία του
να τη λαξεύει ακόμη.
Αντέγραψα το ποίημα αυτό του ΠΑΥΛΟΠΟΥΛΟΥ, που είναι από την ποιητική συλλογή του ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ, από το βιβλίο ΚΕΙΜΕΝΑ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΗΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑΣ της Γ΄ Λυκείου. Από εκεί είναι παρμένα και τα παρακάτω σχόλια για το ΑΓΑΛΜΑ και τον ΤΕΧΝΙΤΗ.
ΣΧΟΛΙΑ: Στο ποίημα επιχειρούνται δυο υπερβάσεις: με την πρώτη η Δηιδάμεια επαναφέρεται στη ζωή και αποχτάει ανθρώπινη υπόσταση, γίνεται πρόσωπο καθημερινό. Με τη δεύτερη αισθάνεται τον εαυτό της όχι μόνο ως αντικείμενο του πόθου του Κενταύρου (σύμφωνα με το σύμπλεγμα), αλλά του ίδιου του τεχνίτη (σύμφωνα με το ποίημα). Όπως θα διαπιστώσατε η ποιητική διεργασία ακολουθεί την εξής διαδρομή: πίσω από τα σημαινόμενα του συμπλέγματος (ερωτική επιθυμία του Κενταύρου για τη Δηιδάμεια), βλέπει τον τεχνίτη, που βαθμιαία ταυτίζεται με τον Κένταυρο. Πρόκειται για μια ταύτιση που η αφετηρία της δεν είναι μόνο ψυχολογική αλλά και αισθητική: ο καλλιτέχνης, για να είναι αποτελεσματικός, πρέπει να ταυτίζεται, να μπαίνει όπως λέμε στο πετσί των προσώπων που ιστορεί ή πλάθει.
ΤΟ ΑΓΑΛΜΑ: πρόκειται για λεπτομέρεια του δυτικού αετώματος του ναού του Διός στην Ολυμπία, που εκτίθεται στο εκεί αρχαιολογικό Μουσείο (βλέπε και σχετική φωτογραφία). Το αέτωμα αυτό παριστάνει τη μάχη μεταξύ Λαπιθών και Κενταύρων. Σύμφωνα με τη μυθολογία οι Λαπίθες ήταν λαός της Θεσσαλίας που κατοικούσε κοντά στο Πήλιο. Οι Κένταυροι ήταν τερατόμορφα όντα με σώμα ανθρώπου ως τη μέση και αλόγου κάτω από τη μέση. Όταν, λέει ο μύθος, παντρευόταν ο βασιλιάς των Λαπιθών Πειρίθους με τη νύμφη Δηιδάμεια, κάλεσε στο γάμο του το Θησέα, καθώς και τους γείτονές του κενταύρους. Στο γαμήλιο συμπόσιο ο βασιλιάς των Κενταύρων Ευρυπίων μέθυσε και επιτέθηκε ερωτικά κατά της Δηιδάμειας. Ακολούθησε μάχη και οι Λαπίθες καταδίωξαν τους Κενταύρους. Η λεπτομέρεια στην οποία αναφέρεται το ποίημα παριστάνει τον Κένταυρο Ευρυπίωνα να αγκαλιάζει βίαια τη νύμφη Δηιδάμεια. Όλη η παράσταση της μάχης θεωρείται ότι εκφράζει την πάλη του πνεύματος με τα ζωώδη πάθη.
Ο ΤΕΧΝΙΤΗΣ: ο γλύπτης του αετώματος. Είναι άγνωστος, ανήκει πάντως στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.
Ρίτσος, Μονεμβασιά, Πέλαγος, Αιγαίο, Πήλιο, Κένταυροι, Γάμος, Αγώνες, Λαγόνες...
Κύκλος!
Αυτό του Ριτσου, με αρεσε, ντρέπομαι αλλά το ομολογώ. Ασε που μου θύμισε κι ομηρικές (όχι του ραψωδού) διαμάχες σκετικά με τον "λανθάνοντα εθνικισμό" του Γιάννη Ρίτσου. Οπως αυτήν εδώ (αχ, τι εποχές!) http://athens.indymedia.org/front.php3?lang=el&article_id=571387
@Πάνως,
ενδιαφερότατο το λινκ.
Τώρα, κατά πόσον εθνικιστής ήταν ο Ρίτσος που όταν "το κόμμα δεν τον τράβαγε απ΄το μανίκι" έγραφε "γιούχα και πάλε γιούχα των πατρίδων", να μη γίνουμε ινδιμίδια εδώ μέσα...
Άλλες εποχές ο "κρυφός" ποιητής ήταν ποιητής, όμως άλλες ήταν η εκβιασμένη ντουντούκα ενός θεάτρου σκιών που αυτοαποκαλούταν "πατριωτικό" και κομμουνιστικό-διεθνιστικό [ταυτόχρονα] κόμμα.
Η απόλυτη σχιζοφρένεια και ο αυτόβουλος βιασμός του ποιητή
Ο μπαρμπα Γιαννης ,απο το εμπα της Μονεμβασιας ,πανω στις πετρες και τον αφρο της θαλασσας ,το ελεγε η περδικουλα του...
γυναίκες
Υπάρχουν γυναίκες που φοράνε
την ομορφιά τους σαν πένθος,
γυναίκες φωτεινές και
σκιασμένες, διπλά δρεπάνια της
αψίδας,
με το παιδί ασάλευτο στα
σταυρωμένα χέρια.
Άλλες είναι χαρτινες, στοιχειά
νηπιαγωγείων,
άλλες πάλι, ζωγραφιές με
κιμωλία,
όρθια τα μαλλιά και μεγάλη
μαύρη τσάντα.
Υπάρχουν γυναίκες ακροκέραμα
ανάμεσα στις άλλες,
γυναίκες με το μακρύ λαιμό, το
χείλος της κανάτας,
άλλες που είναι ωδικά πτηνά κι
άλλες που είναι χήνες.
Υπάρχουν γυναίκες που τις
φωνάζει ο φονιάς
να βγάλουν τον θάνατο περίπατο
μες στ' αραιό το δάσος
Υπάρχουν γυναίκες που τις
φωνάζει το παιδί Μαμά
και αυτές δεν απαντάνε...
Υπάρχουν γυναίκες που κάθε
τρίχα της κεφαλής τους
είναι κι ένας όρκος.
Είναι εκείνες που σέβονται το
όνομα τους.
Κι οι άλλες που το εξευτελίζουν,
εκείνες που με τα χρόνια
βαραίνουν,
κι οι άλλες που ξεφτίζουν,
εκείνες που στέκουν στο κήπο
ρόδινες σαν τη μυγδαλιά,
εκείνες που άγρια χόρτα
γεμίζουν,
εκείνες που χάνουν το φως τους,
εκείνες που απ' τον καημό
λυγίζουν,
εκείνες που κλωτσάει ο θάνατος
από μικρά παιδιά.
Εκείνες που κλείνουν μια
τελευταία φορά το παράθυρο
και καθαρίζουν μια τελευταία
φορά το σπίτι
και ταΐζουν τον σκύλο μια
τελευταία φορά
και μας αφήνουν δίχως να
πούνε λέξη,
έτσι σκληρά και μαγικά,
σαν το κερί που κρατάς στο χέρι
και σου σβήνει.
από το Ερωτικό Λεξικό της Ελλάδας του Ζ.Λακαριέρ. Το ποίημα είναι της Λευκής Μολφέση.
Υπέροχο ποίημα, μεγάλη η δύναμη των λιτών στίχων.
Σ'ευχαριστώ, Νίκο, δεν το είχα υπόψιν.
@Habilis,
Στο ταρατσάκι του σπιτιού του, στο έμπα του Κάστρου, "πανω στις πετρες και τον αφρο της θαλασσας", ρεμβάζοντας άφωνοι και εισπράττοντας μαγεμένοι την ενέργεια του τοπίου, γυρίζει η σύντροφός μου και μου λέει: -Ζώντας εδώ, και να μην είσαι ποιητής, γίνεσαι!...
Γιώργη η συζήτηση στο λινκ που σου έδωσα ήταν απολαυστική μόνο και μόνο γιατί είναι ενδεικτική της εμμονής μιας πολιτικής ιντελιγκέντσιας να ερμηνεύσει με σημερινά δεδομένα το παρελθόν και την ποίηση με μη λογοτεχνικά κριτήρια. Το τελικό αποτέλεσμα όπως λες κι εσύ, είναι ο βιασμός.
Έπιασες τον ταύρο απ' τα κέρατα, Πάνως...
Ομολογώ ότι δεν περίμενα να είναι Ρίτσος αυτό το διαμαντάκι! Συνήθως δεν απευθύνεται σε ζωτικά υγρά κάτω του αφαλού. Και να που μέσα σε πέντε γραμμούλες ταράζει τη ροή τους σε άντρες και γυναίκες...
Και τα "ζωτικά υγρά" έχουν δικαίωμα να τιμηθούν από ένα καλό ποίημα. "Διαμαντάκι" το είπες...
Credit
στα τελευταία του, ο Ρίτσος είχε γράψει ένα για τους (εξόριστους) φαντάρους (στο Μακρονήσι) που την έπαιζαν συντροφικάτα ο ένας τ' αλλουνού.
Η ρουφιάνα η νιότη, ούτε από πείνα, ούτε από δίψα, ούτε από βασανιστήρια καταλαβαίνει. Ξυπνάς ένα βράδυ και διαπιστώνεις πως το αντίσκηνο δεν χρειάζεται πασαλάκια. Τι να 'καναν οι ανθρώποι, όλο την ίδια και την ίδια χούφτα, την βαριόντουσαν κάποτε.
Να κάπως έτσι.
Κατατοπιστικότατος ο Σκύλος!...
Δημοσίευση σχολίου