Αυτοεξόριστος
αρκούταν
με τ’ όνειρο των λεωφόρων στην ομπρελοθήκη.
Βορά της κάθε νύχτας,
χαριζόταν κέρασμα
σε άστοχα κορμιά.
Ψέλλιζε θάλασσες στα όνειρά του,
τόσο που πνιγότανε απ’ το πολύ γαλάζιο
και έφτυνε αλάτι σαν ξυπνούσε.
Βρωμούσε ήλιο σαν ανάμνηση
μιας μέρας
-ή μήπως αιώνα; πάντα τα μπέρδευε αυτά-
μέρας αλλοτινής, τότε που γνώριζε κολύμπι
και των κοριτσιών όλα τα κρυμμένα χούγια.
Τώρα γυρεύει στον Καύκασό του
ένα κρεβάτι βράχο
κι έναν αητό γερό,
καθώς η πόλις δεν χωράει πια
τράγο βαμμένο Πάσχα.
15.2.08
4 σχόλια:
Ώπα!
...μπράβο.
Το εννοώ. Δεν ξέρω τι άλλο να σου γράψω...
Καλημέρα
και καλή βδομάδα
Όμορφοι οι στίχοι σου.
Αληθινή ποίηση
Την καλησπέρα μου
Πολύ ωραίο το ποίημά σου Γιώργο.
Μεταδίδει άμεσα τη δύναμή του και συγκινεί βαθιά.
Χαίρομαι τις δημιουργίες σου.
Να είστε καλά.
Δημοσίευση σχολίου