Απαντάω στη πρό(σ)κληση –πρωτότυπη λεξιπλασία!- του Yellow Kid περί «ενθυμίων της απερισκεψίας μου». Μόνο που εγώ δεν έχω να καταθέσω 10 παιδικές αμυχές (χα!), ούτε ακριβώς απερισκεψία, αλλά μια μεγάλη και ενήλικη. Φετινή:
26 Ιουλίου, της Αγίας Παρασκευής που γιορτάζει η κόρη μου, το μανάρι μου, και είμαστε διακοπές κάπου στο Βόρειο Κορινθιακό οι δυο μας, χωρισμένος γαρ. Μετά το μεσημεριανό γεύμα – κέρασμα – γιορτή με άλλους παραθεριστές, ξεκινάμε για ψάρεμα. Θα πιάσω οπωσδήποτε μια τηγανιά ψάρια, για δυο βλέπουμε… Δεν πρέπει να αποδείξει ο μπαμπάς ότι και στο ψάρεμα είναι μάστορας;
Έχω φτιάξει το ζυμάρι για δόλωμα, φτιάχνω κι έναν διπλό ελληνικό σκέτο στο χοντρό, χοντρότατο, ποτήρι του νερού, ζώνομαι ως άλλος Βελουχιώτης τα φυσεκλίκια σταυρωτά (καλάμι, ψηφιακή και σακίδιο με πορτοκαλάδες, καπνό και βιβλία) και ξεκινάω τον χωματόδρομο που μου υπέδειξαν για ψαρότοπο, μέχρι να συναντήσω τη συκιά στην άκρη του μονοπατιού. Τη συκιά ποτέ δεν την είδα! Εκατό μέτρα είχαμε περπατήσει και γύρισα να φωτογραφίσω την κόρη μου. Ποιος διάολος μας προβόκαρε τότε; Η μικρή μου όχι μόνο δεν ήθελε φωτογραφία, αλλά άρχισε να κάνει γκριμάτσες άσχημες προκειμένου να μην τη φωτογραφήσω. Βρε καλή μου, βρε χρυσή μου!... Στο βρόντο τα παρακάλια! Αντί να φωτογραφήσω την αγαπημένη της φατσούλα να διασχίζει ένα καλοκαιρινό φεγγοβόλο μονοπάτι, αντικρίζω τη μεταμόρφωση του Κάφκα: Αντί της κόρης, η μάνα της ολόιδια μπροστά μου σε ένα σκοτεινό διαμέρισμα, να ειρωνεύεται και να με υπονομεύει αδικιολόγητα! Καρμπόν!
Ξέφυγα! Ξέφυγε και το ποτήρι του καφέ από τα χέρια μου και στέκεται όρθιο στη μέση του δρόμου, άθικτος και ο καφές, προκλητικά όρθιο κεντραρισμένο το ποτήρι σα μπάλα στημένη στο μπέναλτυ. Αντίθετα από τους μοναχούς που μαστουρωμένοι βλέπουν την Παναγία και χύνονται, εγώ είδα τη μορφή της ακατονόμαστης «πρώην» στο πρόσωπο της μικρής και θόλωσα: χωρίς να υπολογίσω το σχεδόν γυμνό πόδι με τη μαλακή σαγιονάρα, σουτάρω τη μπάλα-ποτήρι με δύναμη δυο Γκαλέτι. Το ποτήρι έμοιαζε να μην κουνήθηκε! Με μια προσεκτικότερη δεύτερη ματιά, είδα ακίνητο μόνο τον πάτο του ποτηριού κομμένο σαν από κατάνα σαμουράι και το δεξί μου πόδι κόκκινο σαν τη Θύρα 7 σε ντέρμπυ! Ο νόμος της αδράνειας λειτούργησε τέλεια.
(Όσοι θεωρούν το “ scream” ανατριχιαστικό, ας μη συνεχίσουν παρακάτω την ανάγνωση!)
Στο τέταρτο δάχτυλο έφεγγε το κόκκαλο και το κρέας δεξιά του δακτύλου κρεμόταν και πλούτιζε με ζεστό, πηχτό, κεραμιδί σχεδόν (το αίμα δεν είναι κόκκινο σαν σάλτσα ντομάτας όπως στις ταινίες) αίμα, δάχτυλα και σαγιονάρα. Προσπάθησα με μια κίνηση να κόψω το σφαγμένο κομμάτι. Παρότι ζεστό, με πέθανε στον πόνο και δεν το κατάφερα, γιατί ήταν κρέας και όχι πέτσα (κάτι για «κρημνό» έλεγε αργότερα ο γιατρός).
Το έπλυνα με θάλασσα, «κακώς» είπε αργότερα ο γιατρός, «πάγος έπρεπε για να μην κλείσει η πληγή». «Δύσκολο να πιάσει τώρα, να ενωθεί» η γνώμη του μια ώρα αργότερα στο Κέντρο Υγείας που μου έκανε ράμματα χωρίς αναισθησία, «έτσι πρέπει», γιατρός είν΄ αυτός, ξέρει, η μικρή μου στον προθάλαμο να ακούει τα βογκητά και τις κραυγές μου, πάλι «έτσι πρέπει», «για να ξέρει ότι ο μπαμπάς της ζει!», είπε πάλι ο γιατρός…
Την ώρα της «σφαγής» είχα την ψυχραιμία(?!) να φωτογραφίσω το πόδι. Οι λάτρεις των σπλάτερ μπορούν να το δουν ΕΔΩ.
ΚΑΒΒΑΔΙΑΚΟ ΕΠΙΜΥΘΙΟ:
Απάνω μου έχω πάντοτε, στο πόδι μου κρυμμένο,
Ένα μικρό τραυματικό και μόνιμο σημάδι,
Όπως αυτά που συνηθούν να φέρουν οι πατεράδες
Που απωθημένα μιας στιγμής, αφήνουνε ψεγάδι.