Το πρώτο του τετράδιο αντιγραφής, του τό ΄ντυσε ο μπαμπάς με τη μπλε σκούρα κόλλα, έτσι λέγαν εκείνο το σαν ψιλό χασαπόχαρτο, μαζί με όλα τα υπόλοιπα τετράδια. Κρύφτηκε το κροκί εξώφυλλο, πάει και η κακοτυπωμένη φωτογραφία -τη Ρόδο έδειχνε νομίζω-, χάθηκαν κάτω απ’ το ομοιόμορφο σκούρο μπλε της συννεφιασμένης θάλασσας όλα τα τετράδια, μαζί και το Αναγνωστικό. Η μυρωδιά μόνο έμεινε, αχ αυτή η μυρωδιά της μελάνης και του γεμάτου χημικά χαρτιού! Χρόνια μετά, την ξαναμύρισε στα τυπογραφεία πίσω από τη Ζωοδόχου Πηγής, σε κάτι στενά προς τα Εξάρχεια, όταν έβγαζε με τη παρέα του κάτι χειροποίητα περιοδικά. Ζωοδόχος Πηγή η μυρωδιά!
Γράμματα ήξερε πριν πάει σχολείο. Του τα είχε μάθει ο μπαμπάς ο απόφοιτος μετ' επαίνων του Δημοτικού, ο μπαμπάς που έβοσκε γελάδια και δεν σπούδασε γιατί η οικογένεια είχε ανάγκη. Διάβαζε και έγραφε, ο μικρός! Και με τι χαρά, άρχισε την αντιγραφή και ζωγράφιζε στο λευκό κουτί που άφηνε το πάνω μισό της σελίδας! Με σταθερές γραμμές το σχέδιο, τα χρώματα πάντα μέσα στο περίγραμμα και από κάτω οι λέξεις επαναλαμβανόμενες με γράμματα ισοϋψή, στρογγυλά, χωρίς μουτζούρες. Μια, δυό, τρείς, γάτα η κοντή δασκάλα, έπαψε να του βάζει άριστα, εννιάρια μόνο, κι’ αυτά με ερωτηματικό, τη στιγμή που με χαμόγελο σίγουρου χωροφύλακα, κάθε πρωί την ώρα της υπογραφής ρώταγε:
- Ποιός το ζωγράφησε;
- Εγώ, κυρία!
- Ποιος στο έγραψε;
- Εγώ, κυρία!
Το εννιά το έφτιαχνε μεγάλο, κάλυπτε όλη τη γραφή, «άλλη φορά να τα κάνεις μόνος σου» απήγγειλε γαμψά και φωναχτά μαζί, αναχωρώντας για το επόμενο θρανίο. Κάθε μέρα ο ίδιος διάλογος. Και η ίδια η δασκάλα απορούσε με τον εαυτό της, πώς κατάφερνε να μην οργιστεί με την επιμονή του μικρού στην απάτη! Κι ο μικρός απορούσε πάλι, πώς κατάφερνε να μη κλάψει με τα άδικα σκατά που τον έλουζε η κυρία! Που έβλεπε το τετράδιο της Κικής που ο πατέρας της είχε μπακάλικο και πολλές ελιές (ελές τις έλεγε η ίδια), να γεμίζει με «άριστα δέκα» ολογράφως, και ζήτημα είναι αν η Κική είχε γράψει ένα γράμμα με το χεράκι της μόνο του, χωρίς να της το κρατάει η μαμά!
Καλόβολος ήταν, χαζός δεν ήταν, δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει και πριν έρθουν οι γιορτές αφόπλισε τη δασκάλα. Άρχισε να ζωγραφίζει πιο λιτά και στα γρήγορα, χωρίς πολλά χρώματα αλλά η ρημάδα η γραφή συνέχιζε να είναι ίδια. Κι εκεί όμως βρήκε λύση: Έγραφε και στη συνέχεια έσβηνε και ξανάγραφε, και να οι μουτζούρες και να τα «άριστα δέκα» από την ικανοποιημένη πια κυρία. Και πώς έσβηνε; Η πρώτη γόμα είχε τελειώσει ή την έχασε, δεν θυμάται, δεύτερη δεν γινόταν να αγοράσει, οπότε χρησιμοποίησε τη γόμα του φτωχού: τη ψίχα του ψωμιού, ζουληγμένη σε βώλο. Το ξερό καρβέλι έσβηνε καλύτερα. Το φρέσκο όμως έκανε πιο ωραίο βώλο, μαλακό που δεν τριβόταν και έτσι το σβήσιμο φαινόταν μεγαλύτερο και είχε μια παστέλ εμφανή απόχρωση, ιδανική για τον σκοπό του. Κατάφερε με τις μουτζούρες και τις μουτζουρίτσες να γίνει πιστευτή η δική του προσπάθεια και να επιβραβεύεται για το έλασσον. Γλύτωσε την επιτίμηση, κέρδισε και το «άριστα».
Κάποια στιγμή, στη Δευτέρα πια, η κυρία τους έδειξε δυο χαρτονένιες ζωγραφιές, στη μια ένας λευκός κύκνος και στην άλλη μια χρωματιστή πάπια. Τι το ΄θελε να απαντήσει πρώτος, ζαλισμένος απ’ τα γυαλιστερά πράσινα και μωβ φτερά, ότι πιο όμορφο πουλί είναι η πάπια! Για δευτερόλεπτα η κυρία έχασε τη φωνή της, τα γυάλινα μικρά της μάτια μεγάλωσαν και έγιναν ίσαμε με το μικρό της στόμα, αυτό το σουφρωμένο στόμα που ξέσπασε σε ένα ανατριχιαστικό γέλιο! Πρώτη και τελευταία φορά που είδε αυτή τη γυναίκα να γελάει, στα τρία χρόνια που τον δίδαξε! Καλύτερα όμως να μην την είχε δει έτσι! Καλύτερα να μην ήξερε την προπαίδεια, καλύτερα να έγραφε το «και» με έψιλον, καλύτερα οτιδήποτε, οποιοδήποτε λάθος θα ήταν προτιμότερο εκείνη τη στιγμή! Ακούς εκεί, η πάπια ομορφότερη απ’ τον κύκνο! Το γέλιο της ασταμάτητο. Η ειρωνεία της στον καλύτερο μαθητή, μπροστά στα παιδιά τριών τάξεων, ξέσπασμα σαν να περίμενε χρόνια τη στιγμή που θα της έλεγε ότι η πάπια είναι ομορφότερη απ’ τον κύκνο! Και οι μαθητές τριών τάξεων να γελάνε δυνατά πίσω απ’ την πλάτη του, καθόταν βλέπεις στο πρώτο θρανίο, κι ανάθεμα αν κάποιος απ’ όλους θα απαντούσε κάτι διαφορετικό, για ένα πουλί άγνωστο, που δεν είχε χρώματα και είχε ένα μεγάλο στραβό λαιμό σαν του Νασ’ Νταραμάρα!
Περασμένα-ξεχασμένα! Τα χρόνια θέλοντας και μη, στεγνά ή βρεγμένα πέρασαν και προσπέρασαν τον μικρό που πορεύτηκε όπως κατάλαβε και όπως τον δίδαξαν. Γιατί, είπαμε, τα έπαιρνε τα γράμματα, έπαιρνε κι από συμβουλές. Μόνο που σαν μεγάλωσε, οι συμβουλές άλλαξαν. Του έλεγαν, για να προκόψει να είναι καθαρός απ’ έξω κι από μέσα, αλλά έβλεπε ότι πρόκοβε πάλι όποιος έκανε μουτζούρες! Του έλεγαν ότι η ζωή είναι όμορφη, αλλά τα χρώματα τα έβλεπε πάλι μόνο στις αφορισμένες πάπιες και οι κύκνοι συνέχιζαν να ζούνε κάπου αλλού! Κάποιες φορές στο όνειρό του τα μπέρδευε και έβλεπε ένα κύκνο με μουτζούρες στα φτερά, μια πάπια ολόασπρη, τον κύκνο πάλι να γελάει ειρωνικά ή την δασκάλα σαν πάπια στις γεμάτες σφήκες λάσπες του χωριού.
Περασμένα-ξεχασμένα! Μόνο που τελευταία, το όνειρο το βλέπει στο ξύπνιο του!...