Πόσο δίπλα να κοιτάξεις και να μην καείς,
που ό,τι αγαπάς, μύθος εν καμίνω.
Πόσο μέσα σου να πνίγεσαι
με σιγουριά ανάστασης,
όταν δεξίματα και αναχωρήσεις νανουρίζεις
με παρηγόριες
που αντί μωρό, κάρβουν’ αναμμένα
στην αγκαλιά σου σφίγγεις.
Βαρίδι ο φίλος, πέτρα ο έρωτας,
να μη ρωτάς, να βουτάς μόνο
και πάλι πάτο να μη βρίσκεις.
Παίρνεις ανάσα απ’ την αρχή,
βαθύ πηγάδι ο παράδεισος
και ορυχείο χωρίς στυλώματα,
δε φτάνουν τρεις αρνήσεις να τον βρεις.
Θέλει τους Λαιστρυγόνες ν’ αγαπήσεις
και τους λωτούς της άγνοιας να γευτείς,
να σκύψεις και μόνος σου να σηκωθείς,
να φλέγεσαι και να συγχωρείς,
τη φωτιά με τη φωτιά να σβήνεις.
3 σχόλια:
θα μετοικήσω σε μια γλώσσα αποικίας. Θ' αναπαυτώ σε μαλακά φωνήεντα κύματα και μαγγανείες. Πιο ελαφρύς, ίσως πιο γαλάζιος, αναπάντεχος στον αισυμνήτη έρωτα.
"να βουτήξω άπτερος
κι εξαίσιος ν’ ανέβω"
Σ΄ευχαριστώ για το υπέροχο "αισυμνήτης έρωτας". Δεν ήξερα τη λέξη και ψάχνοντας στο google την εβρήκα μαγαρισμένη: http://www.discussion.gr/katharsis/agelinaras1.html
να' σαι καλά παράλληλε. Κι εγώ ευχαριστώ για τα εργόχειρα ποιήματα, και την ολάνθιστη αλέα τους, σχεδόν κάθε πρωί στην δουλεία μου...
Δημοσίευση σχολίου