Ήταν εκεί, γύρω στα 1970, που ένα οχτάχρονο χωριατόπαιδο (αλήθεια, γιατί πιστεύω ότι όλοι τότε ντυνόμασταν ασπρόμαυρα και τα πρόσωπά μας ήταν σε αποχρώσεις του γκρί;), τότε λοιπόν ο Γιώργος έβλεπε τα απογεύματα του Σαββάτου αγγλικό ποδόσφαιρο, στην καπνισμένη και με χιόνια ασπρόμαυρη οθόνη της URANYA, του «οινοκρεωπωλείον Χ. Πούσιας», μόνο και μόνο για να χαίρεται έναν εγγλέζο μελαχρινό ποδοσφαιριστή που νικάει τους ψηλούς ξανθούς ξερακιανούς ή ροδομάγουλους άλλους εγγλέζους. Ω! της αντίθεσης και της μακροσκελούς περιόδου!
Αγγλικό ήταν το αίσθημα που έβγαινε από τις μεσαιωνικές μονομαχίες των ποδοσφαιριστών, αγγλικά τα δυσπρόφερτα ονόματα των μονομάχων, αγγλικό το κατά φαντασίαν πράσινο και στη πραγματικότητα λασπωμένο γήπεδο. (Γιατί νομίζω ότι όλα μα όλα τα παιχνίδια γίνονταν στη βροχή; Μήπως αλήθεια έτσι ήταν;). Κάποιος «εγγλέζος» όμως, χάλαγε την εικόνα! Μπορεί να έφταιγε το εύκολο όνομα, Best, George Best, η μεσογειακή κοψιά του, η μη αίσθηση της μάχης, η φανέλα έξω απ΄ το στενό σορτσάκι, οι κλωτσιές που έτρωγε και δεν έδινε, που έμοιαζε να παίζει μόνο αυτός με κόκκινη φανέλα, μόνος αυτός μέσα στη συνομωσία του γκρίζου! Όλα έφταιγαν που όσο άρχισα να αγαπάω το ποδόσφαιρο, άλλο τόσο παρακολουθούσα τα παιχνίδια μόνο της United.
Αυτό το ξωτικό ήταν εξωτικό!
Δεν ήταν εγγλέζος, ήταν βορειοϊρλανδός! Πες το ντε! Έτσι εξηγούνται όλα! Δεν ήταν απ’ αυτούς, ήταν Άλλος! Και για την πάρτη του, ακόμα και οι φόνοι του IRA, στα μάτια του μετέπειτα δεκάχρονου και δεκαπεντάχρονου, έμοιαζαν μικρός φόρος τιμής στον αλήτη αθλητή (ένα θ-ήττα η διαφορά). Αυτός ο Άλλος, Σάββατο με Σάββατο, κόντρα στις άχρωμες ηθικοπλαστικές αντιλήψεις της χούντας και του πατέρα, γινόταν Αγαπημένος!
Αγαπημένος! Τι λέξη για έναν ετεροφυλόφιλο 43 ετών! Οχτώ χρονών, τότε, συντηρητικό αγόρι, που οι συνομήλικοί του δεν του επέτρεπαν καν να παίζει μπάλα, τιμωρητικά, γιατί προσχολικά ήδη διάβαζε την εφημερίδα στους μεγάλους στο «οινοκρεωπωλείον Χ. Πούσιας», οχτώ χρονών (ή μήπως εφτά;), οχτώ χρονών αγάπησε έναν ποδοσφαιριστή στην άλλη άκρη του κόσμου, έναν άταιρο που ήταν επιπλέον και αλήτης, κι ας μην ήταν γνωστό αυτό.
Μακρινή γητειά! Τι δαιμόνιο είχε κυριέψει αυτόν τον γίγαντα που έμοιαζε κοντός δίπλα στους Άριους και Ηρακλής με μέση Αμαζόνας; Τι γοήτευε τα μάτια του χωριατόπαιδου;
Τι αρχίδια είχε αυτός ο καλαμοκάνης που μπλεκόταν κυριολεκτικά στα πόδια δυο και τριών χοντρόμπουτων και πέρναγε πέρα αχτύπητος κι αχάραγος;
Ήταν η πράσινη Ιρλανδία με κόκκινο χρώμα; Ήταν ο μέτοχος και συνάμα αμέτοχος Τσε, στα εργοστάσια του Μάντσεστερ; Ήταν ο Γιάννης Αγιάννης των μπαρόβιων ονείρων; Ήταν ο αναρχικός των προπονητικών συστημάτων; Ήταν ο αναρχικός των συστημάτων; Ήταν ο ήρωας που χάνει τη μάχη;
Ήταν ο δικαιωμένος στα μάτια των θεατών και ο αδικαίωτος στον εαυτό του. Απροστάτευτος από διαιτητές και μυαλό. Μόνος του πήρε κόκκινη κάρτα και βγήκε έξω απ’ τις γραμμές. Του γηπέδου και της ζωής.
Όταν τρως κόκκινη κάρτα δεν παίζεις μπάλα. Πας στα μπαρ και τα γαμάς όλα! Και τα μπουκάλια και τις γυναίκες! Μα μπάλα πια δεν παίζεις!
Δεν είχα νέα σου μετά. Αλλά όπως μια χαμένη αγάπη πιστεύουμε πως μας σκέφτεται όπως τη σκεφτόμαστε, έτσι έμεινε η επαφή: ιδανική! Τα άσχημα νέα των εφημερίδων, δεν λογίζονταν νέα.
Τέρμα η μπάλα. Το παιχνίδι τελείωσε. Νίκησες τους αντιπάλους και έχασες από σένα. Το γήπεδο έγινε μπάρα και ο παίχτης θεατής. Η πόλις πάντα εκεί, αλλά εσύ Γιώργο, ούτε το πλοίο βρήκες, ούτε την οδό! Το μονότονο δρομολόγιο μόνο έκανες, μπαρ, κρεβάτι, κρεβάτι εντατικής και αντίστροφα. Κρεβάτι και σκαμπώ. Σκαμπώ και κρεβάτι.
Γάμα, Γιώργο, γάμα και πιές! Πιές και γάμα!
Εσύ είσαι μέσα σου, μα το παιχνίδι παίζεται εκεί έξω! Πίστεψες ότι έβαλες τους δικούς σου κανόνες, ψέμα! Μεγάλο ψέμα! Έπαιξες με τους δικούς τους, κρυφούς, κανόνες. Γι’ αυτό και τα κρυφά χαμόγελά τους!
Γιώργο, κάτι πήγε στραβά!
Πολλά πήγαν στραβά!
Εσύ δεν το είδες!
Εγώ θέλω να το δώ!
Γιώργο, σ’ αγαπάω!