Αναγνώστες

27 Νοε 2005

Ιησούς και Ιούδας


Μετάλλαξε, εκποίησε, παράλλαξε!

Είναι τόσες οι ευκαιρίες στη ζωή

Που ο καθένας μπορεί

Να γκρεμίζει, να χτίζει και να γίνεται θεός.

Και το πνεύμα σαν κουρτίνα,

Όμορφη κουρτίνα,

Όμορφη,

Μα πάντα κουρτίνα σκιερή.


Και ποιος να πάει σχολείο

Που τα ξέρει όλα;

Εγώ, αγάπη μου, εγώ,

Εγώ, και γόβα να γίνω, να ταιριάξω στο μυαλό σου,

Καναπές να ξαπλωθώ, το σχήμα σου να πάρω.

Εγώ σταυρός στα όνειρά σου.

Να γίνω Γολγοθάς, να σε βγάλω απ’ τον κόπο.

Κάποιος πρέπει να έχει τ’ αρχίδια του Ιούδα.

Αναστήσου εσύ!

Εγώ κρεμάστηκα!

26 Νοε 2005

Του Ιρλανδού ο τράχηλος, ζωή δεν υποφέρει!...


Ήταν εκεί, γύρω στα 1970, που ένα οχτάχρονο χωριατόπαιδο (αλήθεια, γιατί πιστεύω ότι όλοι τότε ντυνόμασταν ασπρόμαυρα και τα πρόσωπά μας ήταν σε αποχρώσεις του γκρί;), τότε λοιπόν ο Γιώργος έβλεπε τα απογεύματα του Σαββάτου αγγλικό ποδόσφαιρο, στην καπνισμένη και με χιόνια ασπρόμαυρη οθόνη της URANYA, του «οινοκρεωπωλείον Χ. Πούσιας», μόνο και μόνο για να χαίρεται έναν εγγλέζο μελαχρινό ποδοσφαιριστή που νικάει τους ψηλούς ξανθούς ξερακιανούς ή ροδομάγουλους άλλους εγγλέζους. Ω! της αντίθεσης και της μακροσκελούς περιόδου!

Αγγλικό ήταν το αίσθημα που έβγαινε από τις μεσαιωνικές μονομαχίες των ποδοσφαιριστών, αγγλικά τα δυσπρόφερτα ονόματα των μονομάχων, αγγλικό το κατά φαντασίαν πράσινο και στη πραγματικότητα λασπωμένο γήπεδο. (Γιατί νομίζω ότι όλα μα όλα τα παιχνίδια γίνονταν στη βροχή; Μήπως αλήθεια έτσι ήταν;). Κάποιος «εγγλέζος» όμως, χάλαγε την εικόνα! Μπορεί να έφταιγε το εύκολο όνομα, Best, George Best, η μεσογειακή κοψιά του, η μη αίσθηση της μάχης, η φανέλα έξω απ΄ το στενό σορτσάκι, οι κλωτσιές που έτρωγε και δεν έδινε, που έμοιαζε να παίζει μόνο αυτός με κόκκινη φανέλα, μόνος αυτός μέσα στη συνομωσία του γκρίζου! Όλα έφταιγαν που όσο άρχισα να αγαπάω το ποδόσφαιρο, άλλο τόσο παρακολουθούσα τα παιχνίδια μόνο της United.

Αυτό το ξωτικό ήταν εξωτικό!

Δεν ήταν εγγλέζος, ήταν βορειοϊρλανδός! Πες το ντε! Έτσι εξηγούνται όλα! Δεν ήταν απ’ αυτούς, ήταν Άλλος! Και για την πάρτη του, ακόμα και οι φόνοι του IRA, στα μάτια του μετέπειτα δεκάχρονου και δεκαπεντάχρονου, έμοιαζαν μικρός φόρος τιμής στον αλήτη αθλητή (ένα θ-ήττα η διαφορά). Αυτός ο Άλλος, Σάββατο με Σάββατο, κόντρα στις άχρωμες ηθικοπλαστικές αντιλήψεις της χούντας και του πατέρα, γινόταν Αγαπημένος!

Αγαπημένος! Τι λέξη για έναν ετεροφυλόφιλο 43 ετών! Οχτώ χρονών, τότε, συντηρητικό αγόρι, που οι συνομήλικοί του δεν του επέτρεπαν καν να παίζει μπάλα, τιμωρητικά, γιατί προσχολικά ήδη διάβαζε την εφημερίδα στους μεγάλους στο «οινοκρεωπωλείον Χ. Πούσιας», οχτώ χρονών (ή μήπως εφτά;), οχτώ χρονών αγάπησε έναν ποδοσφαιριστή στην άλλη άκρη του κόσμου, έναν άταιρο που ήταν επιπλέον και αλήτης, κι ας μην ήταν γνωστό αυτό.

Μακρινή γητειά! Τι δαιμόνιο είχε κυριέψει αυτόν τον γίγαντα που έμοιαζε κοντός δίπλα στους Άριους και Ηρακλής με μέση Αμαζόνας; Τι γοήτευε τα μάτια του χωριατόπαιδου;

Τι αρχίδια είχε αυτός ο καλαμοκάνης που μπλεκόταν κυριολεκτικά στα πόδια δυο και τριών χοντρόμπουτων και πέρναγε πέρα αχτύπητος κι αχάραγος;

Ήταν η πράσινη Ιρλανδία με κόκκινο χρώμα; Ήταν ο μέτοχος και συνάμα αμέτοχος Τσε, στα εργοστάσια του Μάντσεστερ; Ήταν ο Γιάννης Αγιάννης των μπαρόβιων ονείρων; Ήταν ο αναρχικός των προπονητικών συστημάτων; Ήταν ο αναρχικός των συστημάτων; Ήταν ο ήρωας που χάνει τη μάχη;

Ήταν ο δικαιωμένος στα μάτια των θεατών και ο αδικαίωτος στον εαυτό του. Απροστάτευτος από διαιτητές και μυαλό. Μόνος του πήρε κόκκινη κάρτα και βγήκε έξω απ’ τις γραμμές. Του γηπέδου και της ζωής.

Όταν τρως κόκκινη κάρτα δεν παίζεις μπάλα. Πας στα μπαρ και τα γαμάς όλα! Και τα μπουκάλια και τις γυναίκες! Μα μπάλα πια δεν παίζεις!

Δεν είχα νέα σου μετά. Αλλά όπως μια χαμένη αγάπη πιστεύουμε πως μας σκέφτεται όπως τη σκεφτόμαστε, έτσι έμεινε η επαφή: ιδανική! Τα άσχημα νέα των εφημερίδων, δεν λογίζονταν νέα.

Τέρμα η μπάλα. Το παιχνίδι τελείωσε. Νίκησες τους αντιπάλους και έχασες από σένα. Το γήπεδο έγινε μπάρα και ο παίχτης θεατής. Η πόλις πάντα εκεί, αλλά εσύ Γιώργο, ούτε το πλοίο βρήκες, ούτε την οδό! Το μονότονο δρομολόγιο μόνο έκανες, μπαρ, κρεβάτι, κρεβάτι εντατικής και αντίστροφα. Κρεβάτι και σκαμπώ. Σκαμπώ και κρεβάτι.

Γάμα, Γιώργο, γάμα και πιές! Πιές και γάμα!

Εσύ είσαι μέσα σου, μα το παιχνίδι παίζεται εκεί έξω! Πίστεψες ότι έβαλες τους δικούς σου κανόνες, ψέμα! Μεγάλο ψέμα! Έπαιξες με τους δικούς τους, κρυφούς, κανόνες. Γι’ αυτό και τα κρυφά χαμόγελά τους!

Γιώργο, κάτι πήγε στραβά!

Πολλά πήγαν στραβά!

Εσύ δεν το είδες!

Εγώ θέλω να το δώ!

Γιώργο, σ’ αγαπάω!

25 Νοε 2005

Simply the (George) Best


αντί στεφάνου

"Τα περισσότερα λεφτά μου, τα χάλασα σε γυναίκες και ποτά. Τα υπόλοιπα πήγαν τζάμπα!"
+George Best


*******

11 Νοε 2005

Ρασοφόρο ψέμα


Λίγο καθυστερημένη η αφορμή, αλλά ουσιαστικά επίκαιρο το παρακάτω κείμενο του Τζίμη Πανούση.
Το αντιγράφω και το προσυπογράφω.

Γιορτή δύο σε ένα «wash and go» για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος. Γνωρίζουν όλοι οι αδίστακτοι μαυρορομπίτες ότι με το ζόρι και με απειλές για τη ζωή του από του οπλαρχηγούς του 1821 αναγκάστηκε ο Παλαιών Πατρών Γερμανός να σηκώσει το λάβαρο της Επανάστασης, το οποίο μαγάρισε στη συνέχεια ο Μασκαριότατος Χουντόδουλος ανεμίζοντάς το ως μητροπολίτικο κατωσέντονο στις λαοσυνάξεις της ντροπής για τις ταυτότητες της μασαλοδοξίας. Μεγαλειώδης για μια ακόμη φορά η παρέλαση για τη μεγαλειώδη υποκρισία, να γιορτάζουν την Επανάσταση του 1821 Κράτος και Εκκλησία μαζί. Κάποιος από τους πανάθλιους μεγαλοδημοσιοκάφρους θα μπορούσε να σβήσει την Πόρσε και να ρωτήσει έναν από τους επίορκους ιεράρχες: «Πώς γίνεται να γιορτάζεις μια επανάσταση που την έχεις αφορίσει και ο αφορισμός κρατάει μέχρι σήμερα!». Οι μειωμένες εθνικές και ηθικές αντιστάσεις της επίσημης φιλότουρκης Εκκλησίας δεν ξεπλένονται με τη μαρτυρική θυσία του απλού κλήρου, που ως κομμάτι του λαού συμμετείχε στην Επανάσταση. Η επίσημη ορθόδοξη Εκκλησία ήταν στην υπηρεσία του σουλτάνου, όπως και τώρα στην υπηρεσία των Αμερικάνων και ευλογεί τις βάσεις του θανάτου στη Σούδα και τους μισθοφόρους Έλληνες προδότες που πάνε να βοηθήσουν τους Αμερικανοεγγλέζους στις σφαγές των αμάχων στο Αφγανιστάν, στο Κόσοβο και όπου γη και πατρίς. Ίσως ευθύνεται το ινδιάνικό μου γονίδιο που μου προκαλεί αλλεργία στην κοινωνική αδικία, αλλά η ξεφτίλα έχει φτάσει στο απροχώρητο. Μια ζωή τα γίδια, τα ζώα μου αργά, από Καραμανλή σε Παπανδρέου και από Παπανδρέου σε Καραμανλή, αυτή η κληρονομική δημοκρατία του κώλου έχει γονατίσει κάθε πικραμένο. Αντιπολίτευση για αμερικανάκια, συμπολίτευση για αμερικανάκια, τι δουλειά έχουμε εμείς οι Έλληνες σε αυτή την θλιβερή και πανάκριβη αποικία της παρακμής και των αμερικανοτσολιάδων;
Με αγωνιστικούς χαιρετισμούς, Τ.Π.

"Περί βιαίας αποδράσεως..."


Αναφορά ενωμοτάρχου β΄ τάξεως, προς το αξιότιμον Αρχηγείον Χωροφυλακής Αθηνών.

Αργοστόλι 17 Νοεμβρίου 1894


«Περί βιαίας αποδράσεως εγχωρίου αρβύλας εκ ποδός γυναικείου και πίλου εκ κεφαλής αλλοφύλου άρρενος διατελούντος επί συστάσει (σ.σ. στύση) ενταύθα προσωρινώς».


Έχω την τιμήν να φέρω εις γνώσιν υμών ότι χθες περί λύχνων ανφάς καιροφυλακτήσας λάθρα και υπούλως, συνέλαβον ζεύγος ερωτομανές αποτελούμενον εκ μιας εγχωρίου νεάνιδος και ενός αλλοφύλου άρρενος διατελούντος επί συστάσει ενταύθα προσωρινώς, αλλά λόγω του Δημοτικού σκότους και ελλείψει ιδιωτικού φαναρίου εις χείρας μου, απέδρασαν και εξακολουθούν απέδρα, αφήσαντες ακουσίως εις τον τόπον του εγκλήματος τα τεκμήρια της ανόμου πράξεως των – την τε εγχώριον αρβύλαν και τον πίλον του αλλοφύλου άρρενος, άτινα συνέλαβον άνευ αντιστάσεως τινός.
Αύριον θα επωφεληθώ της ενταύθα παγκοσμίου ζωοπανηγύρεως και θέλω προβάλλη την εγχώριον αρβύλαν εις τους πόδας των γυναικών προς αναγνώρισιν της ενόχου οικοδεσποτίσσης ταύτης, κηρυχθείσης εις άγνοιαν.

4 Νοε 2005

Εις το γραφείον


(με τον τρόπο του Καβάφη)


Εμέ, που ζάλιζα τους άλλους με την πάρλα,
εμέ, που ήμουνα φτιαγμένος για άλλα πράγματα, μεγάλα,
ποια μοίρα δύστηνος με έριξε σε τούτο το γραφείο,
που το δικό μου αδυνατώ, αλλά κρατώ των αλλονών ταμείο;

Σ’ εμέ που ήθελα εξάψεις, δράσεις και φιλοσοφία,
να ομιλώ ρητορικώς κι ενθέρμως στις αγορές και στα κουρεία,
δρόμους απρόβλεπτους μου επέλεξε η τύχη
και να ’μαι τώρα σιωπηλός ανάμεσα σε τείχη.

Τον έρωτα ερωτεύτηκα ως άλλος Δον Κιχώτης,
που απ’ τα δεσμά της ηθικής -πώς ήθελα!‑ να τον ελευθερώσω,
μόνος εγώ σαν Μπολιβάρ, σαν Άρης,
αυτόνομος ιππότης, αρχάγγελος της ηδονής και του πολιτισμού μπροστάρης,
έρωτα κι ανθρωπότητα σε σφαίρες ανέλπιστες, εγώ και μόνο εγώ,
να ’ρθω να ανυψώσω!

Τούτα τα όλως πιθανά, για με, στην εφηβεία,
ήρθανε τούμπα
κι άραχλα μπήκανε στα αρχεία,
για να ’μαι τώρα ιδανικός υπάλληλος σε πόστο λίαν άνοστο,
μόνος, βαρύς και δύσθυμος, γιατί μου λείπει τ’ άγνωστο.
Της μοναξιάς απόβρασμα και των αρχείων αρχείο,
των πολιτών το έρμαιο και πωλητών ο στόχος,
στις Θερμοπύλες αλλονών οκτάωρα φυλάω,
με την ασπίδα του μισθού, τον κόσμο τον γελοίο
εγώ που θα τον γκρέμιζα, τώρα τον αγαπάω!