Το παν είναι
η αρχή.
Σαν τραγούδι που κάποτε ξεχάστηκε και γέννησε παπαρούνα κατακόκκινη
και μελάνι και έναν παρθένο λόφο, που βουτάει σαν Αλάριχος
μ' όλη του τη δύναμη σε τυρκουάζ νερά.
μ' όλη του τη δύναμη σε τυρκουάζ νερά.
Ποτάμι, λες, που δεν αφήνει ούτε Ηρακλή να το διαβεί,
αφήνοντας μόνο του Νέσσου το πουκάμισο
σαν τελευταία υπογραφή Παράδεισου,
καθόλου υπεσχημένου.
καθόλου υπεσχημένου.
Πόσο εσύ, μεσημεριού αιτία, πες,
και Άνοιξης μπόρα, ξαναπές,
πόσο εσύ, ανήκουστη ευχή,
εσύ που υποθάλπεις ήλιους
και στο διάβα σου νύχτες αργές φυλλορροείς,
πόσο εσύ, δέντρο του κρεμασμένου
που ελλοχεύεις αναβολές
και με των ενοχών τον ίδρωτα λιώνεις
τον χαρτοπόλεμο στα χέρια του παιδιού,
πόσο μαγεύεις, πες ρε διάολε,
πόσο γεννάς αγγέλους,
πες την αλήθεια σου,
πόσο μας θες μαζί σου;
Πόσο εσύ, πουτάνα μου όμορφη,
που στέργεις σε αγώνα τόσο άνισο,
πόσο, πες, πόσο κωφάλαλα αντέχεις;
τον χαρτοπόλεμο στα χέρια του παιδιού,
πόσο μαγεύεις, πες ρε διάολε,
πόσο γεννάς αγγέλους,
πες την αλήθεια σου,
πόσο μας θες μαζί σου;
Πόσο εσύ, πουτάνα μου όμορφη,
που στέργεις σε αγώνα τόσο άνισο,
πόσο, πες, πόσο κωφάλαλα αντέχεις;
Θυσία στο βωμό του Άγνωστου
και στη θεόθεν ευλογία σου,
στο Γκρίζο της ωδής σου, στο Μηδέν, στο Άπαν,
στο όποιο κύμα σου, Σειρήνα μου,
προσφέρθηκα αφειδώς·
μα κι η άρνησή μου τέλεια.
προσφέρθηκα αφειδώς·
μα κι η άρνησή μου τέλεια.
4.6.2013
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου