μα τον μισθώσανε σε άλλες γειτονιές.
Έλεγα να σπείρω λίγ’ αστέρια στα βράδυα των ματιών σου
μα αυτά ξεχάστηκαν να παίζουν σαν παιδιά
κάτω στ’ αμπέλια των παλιών ερώτων.
Είπα να ‘ρθω σα βότσαλο στις όχθες των βημάτων σου
να καθρεφτίζομαι στις σκέψεις σου
και των αρμών τα χάσματα να δένω ευλαβικά.
Όμως μια θάλασσα σιωπής
σπαράζει την αυγή μου,
τις πλάτες μού γυρίζει αγέρωχα
κι εγώ ανώφελος και άλογος,
βουβός να μένω βασιλιάς,
ανθός χωρίς κλωνάρι.