«Είναι διγαμία να αγαπάς και να ονειρεύεσαι».
Κι αν δεν φύγεις -λέω γω- δεν έρχεσαι!...
Τα ‘φτυσα, ο Παράλληλος! Τα ‘φτυσα η πουτάνα! ήθελα να πω…
Απέχει ο Παράλληλος από τα μπλόγκζ, λέει! Χέστηκε η φοράδα στ’ αλώνι και η Φατμέ στο Γενί Τζαμί! Παράλληλα, έπεσε και η τιμή του μπρεντ! Της Γης ο άξονας όμως, συνεχίζει για την ώρα να χορεύει ανούσια, παρά τους φόβους του πατρός Άνθιμου.
Οι άντρες γεμίζουμε το επώνυμο βρακί μας με το βαμπάκι που λείπει απ’ την καρδιά μας, ξυρίζουμε το στήθος μας μπας και φανεί μια στάλα καρδιά! Οι πουθενάδες!... Η δηθενιά στο βάθρο της! Χρυσό μετάλλιο στους Ευκολιακούς Αγώνες!
Οι δε γυναίκες πολλαπλασιάζουν τους στροβιλισμούς στις λέξεις και καταπίνουν ως Κρόνοι μετά από νηστεία αιώνων ό,τι αγαπούν και φτύνουν ό,τι θα ήθελαν να δαγκώσουν, αντικαθιστώντας τα αποξηραμένα γενέθλια άνθη της βιβλιοθήκης με άψογες κατάρες!
Η πολλή άμυνα τρώει τον αφέντη, μάτια μου!…
-Μίλα, Υποβολέα!
-Μπάμπης Στόκας περιοδεύων και στόκοι εραστές περιδεείς ως εράσμιες γυψοσανίδες∙ σκηνικά σεξουαλικής ανενόχλησης πνιγηρά σαν προθάλαμος χειρουργείου, όχλος ανήλιαγος που σκίζεται για την πολιτική ορθότητα ενώ θα ήθελε απλά να ξεσκίζεται με εχθρούς και φίλους -overdose υποκρισίας!
Η Τάσος και ο Γκόλφω πληρώνουν για να μην πηδηχτούν, πληρώνονται για την εθελουσία έξοδό τους απ’ τ’ όνειρο και κολλάνε ένσημα στην αρραγή τυφλότητα που απαιτείται, ώστε να βγάλουν πρόωρα στη σύνταξη τη ζωή τους πουλώντας κοψοχρονιάς παιδιά και γκόμενες και εραστές για ένα ρόλο στο «μαλάκα έχεις ταλέντο». Στις παραλιακές των μαγαζιών και στα κωλόμπαρα των επιδοτήσεων, επίγονοι ανθρώπων σνιφάρουν κρίση και ομόλογα, πίνουν τον άμπακο σε ανοσία και κλειδαμπαρωμένοι σε στενάχωρες καρδιές, ορκίζονται στο φταίξιμο των άλλων.
Οι άλλοι -μήπως εμείς, Κύριε? μήπως εμείς?- δειλοί, ψαγμένοι κι άβουλοι αντάμα, γλάροι των σκουπιδιών που πετούν κατάχαμα, πίνουν το κρασί του φίλου που κεράτωσαν και τραγουδάνε το «σ’ αγαπώ γιατ’ είσ’ ωραία» σε κάθε περίσταση, σε κάθε περίπτωση, σε κάθε οδό, σε κάθε μαλακιζμένο φαγοπότι σε ταβέρνα ή μπαρ που παίζει μουσική αεροδρομίου με ντεκόρ νοσοκομείου.
-Μίλα, Βάτραχε!
-Διατρέχω αισίως τα 47 και ευτυχώς δεν αισθάνομαι ότι χρειάζομαι φωτοσοπιές. Τα άστρα μου συνηγορούν σε καριέρα κλόουν. Αν τα πιστέψω θα τα επιβεβαιώσω. Έχω λοιπόν, 200 χρόνια επιτυχίας μπροστά μου. Λέω να παίξω τα μισά στο χρηματιστήριο της αγάπης τώρα που το πετρέλαιο του μίσους είναι στα κάτω του και το piercing που ορίζει τον πάτο της κατάθλιψης μοιάζει χάδι σε μωρό. Χάδι σε μωρό! Χάδι στον μωρό! (Μήπως εγώ, Κύριε? μήπως εγώ?)
-Μίλα, Προμηθέα!
-Ζωή σαν μυίγα. Μυίγα, με ύψιλον και γιώτα, για να ακούς τον σκατοθόρυβό της ολόκληρο! Την έχεις συνέχεια μπροστά σου, σκατοζωή, να σ’ ενοχλεί και να σιχαίνεσαι να την σκοτώσεις. Είκοσι μέρες ζει το βρωμοέντομο. Ενώ εσύ -το καθαρό έντομο- ζεις είκοσι λεπτά και ένας υμένας αειπάρθενος σε χωρίζει από τα υπόλοιπα ογδόντα σου χρόνια. Ο χρόνος άρχει! Οι δε άρχοντες, σαν καλοί εταίροι του, θα στον δανείζουν μέχρι να δούνε το χαμόγελο των δοντιών σου. Τότε, και τον τόκο θα πληρώσεις και γκέισά τους θα γίνεις και συγνώμη για την ύβρη θα μαργώνεις στα πόδια τους. Πουτάνα με πληρωμή ένα πήδημα: δώρον άδωρον!
-Μίλα, Κίρκη!
-Κόψε το τσιγάρο, βλάκα, καταστρέφεσαι! Πιες τις πρέζες που ελέγχω και δήλωσε άρρωστος. Άρρωστος είσαι έτσι κι αλλιώς! Δήλωσέ το, να πάρεις και αναρρωτική. Με τρεις μέρες οδοιπορικά για τη Μύκονο. Ή για τη show biz. Έστω των μεσημεριανάδικων. Να ‘χει αντίκρυσμα η ξεφτίλα σου…
-Μίλα, Καθρέφτη!
-Ξυρίσου υπάλληλε! Ξύρισε κι εσύ το μουνί σου, καρδιά μου, οι τρίχες είναι passé! Μόνο οι τρίχες της Paris και των ΜΜΕ είναι τρέντυ. Φόρα μια οθόνη Rayban, βισμάτωσε botox στις κομμένες γράνες των ραγιάδικων ραγάδων σου, σφήνωσε κι ένα subwoofer στο υπογάστριο σου, να έρθουν να μοιάζουν ιδανικά προσποιητοί οι οργαζμοί σου!
[Κι εγώ ο άμοιρος που ακούω Metallica κι αμέσως μετά το «εμέτρουνα τα ζάλα μου» απ’ τον Ζερβάκη, θα καώ ο πρόστυχος στην κόλαση της Ορθότητάς τους. Ελπίζω ότι εκεί τουλάχιστον, δεν θα με ακολουθήσουν οι καλοί ανθρώποι. Αυτοί που αγαπάνε με πίστωση και χαϊδεύονται χωρίς να καταφέρουν να οργάζονται ούτε καν κατά μόνας!]
Ο χρόνος μου τελείωσε, μα έχει ξαναρχίσει,
καθώς πάντα θα έρχομαι, ενώ μπορώ να φεύγω.
Φεύγω - Ορφέας Περίδης