Αναγνώστες

30 Απρ 2008

Ανέφελο


Μια Παλαιστίνη η καρδιά μου καίγεται

ζώνεται την ομίχλη της άγουρης βραδυάς

και βουρ για τ’ άστρα.

Θυμώνει ο χρόνος που μας λείπει

γίνεται τραίνο ασύδοτο

έρμαιο στις παπαρούνες κάθε Άνοιξης

παιδί στο δάσος με τις βερβερίτσες

κι όταν τα μάτια μου ιδρώνουν είναι που

σ΄ αγαπάω τόσο

παρά το λίγο της μυρωδιάς σου.

23 Απρ 2008

Ανίερο

Λύκοι μου χάρισαν σταυρούς

γυναίκες το μουνί τους

κι ενώ γδαρμένος τα φόρεσα μακό

πατόκορφα κρεμάστηκα

επάνω στο κορμί τους.


Τούτο το Πάσχα θα σφαχτώ

αρνί συνάμα και χασάπης

αυγό αντίστροφο στη μήτρα θα χωθώ

παράλληλος Χριστός

του πόθου μου αντάρτης.



18 Απρ 2008

Όταν ο Rilken συνάντησε τον Borja #4

ΑμφίΒιο-Γραφικόν Αφήγημα Εις Συνεχείας

Μέρος Δ' : ΕΝΑ ΒΗΜΑ ΠΡΙΝ ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΒΗΜΑ

[Ο κομμωτέχνης-Ποιητής Rainer Maria Rilken, μέντορας του νεαρού με πρόβλημα πυτιρίδας Jorge Luis Borja, ετοιμάζεται να ηγηθεί της Λογοτεχνικής Επανάστασης μια βραδυά στο Λεβερκούζεν στη Πράγα.]


(το Α' μέρος εδώ)
(το Β' μέρος εδώ)
(το Γ' μέρος εδώ)

Φτάνοντας στην εξώπορτα του ξενοδοχείου ο Μείζων κοντοστάθηκε. Μια έμπνευση τον χτυπούσε ανεπανόρθωτα: «τα Ελεγεία της Εξώπορτας» ναι, αυτός θα είναι ο τίτλος. «Αλλά τι στίχους να βάλω;» Γαβ! ακούστηκε πίσω του ο ανδαλουσιανός σκύλος του εξόριστου ισπανού ρεσεπσιονίστ Luis Buñuold Boy. Η έμπνευση τον ξαναχτύπησε αποτελεσματικότερα· στίχοι που θα μπορούσαν να έχουν γραφτεί σε κάποιο νησί του Αιγαίου από κάποιον ξεμωραμένο με κάποια νεαρά, τον μαρμάρωσαν σαν μισός να περνάει το νερό και μισός να κλαίει μες στον Παράδεισο:

«Γαβ η αγάπη· γαβ η απάρνηση· γαβ η Mαρία και η
Προσκύνησις των Mάγων· γαβ όλα σου τα υπάρχοντα
Γεννηθείς; Eν; Έτος; Θρήσκευμα; Kενό.
Eνώ
Kάτω από τα σαν παλαιά παλίμψηστα
Kάθετα τείχη όπου δυο τρεις ακόμη θυρεοί διακρίνονται
Περνάν οι Oύγοι με τις Aουγκουστίνες τους και με τα
κυνηγετικά τους
κουδουνάκια ή άλλα χωρικών παιχνίδια
Στον πλαγίαυλο».

Δεν πίστευε στην κυνική έμπνευση που του απέστειλε ο σκύλος!

Ο Νέος τον μιμήθηκε στην ακινησία. «Ο σεβασμός στον δάσκαλο είναι μια πράξη σπουδαία και τελεία. Αν συμβαίνει υποκριτικά τότε είναι τραγωδία» συμπέρανε ηδυσμένα μεν, δι' ελέου και φόβου δε για την υπερθέρμανση του εγκεφάλου του από τέτοιες άριστες και τέλειες διασυνδέσεις.

«Όσο ζεις μαθαίνεις», υπερεξακόντισε σε επικούρειες σφαίρες τη σκέψη του. «Και όσο ζεις με έναν ποιητή μαθαίνεις να κινείσαι ή να μην κινείσαι· ποιείς ή δεν ποιείς! Εκτός εάν η μη ποίηση είναι προσποίηση για να αποφύγεις την παραποίηση, καθώς το μη ποιηθέν εξ αντικειμένου δεν μπορεί να καταστεί παραποιηθέν therefore μηδέν επί μηδέν ίσον μηδέν», ολοκλήρωσε καντιανώς, ανώδυνα, ανεπαίσχυντα και ειρηνικά.

Ένιωσε υγρό τον αστράγαλό του. Ο ανδαλουσιανός σκύλος κατουρούσε το μπατζάκι του. Κατούρησε κι αυτός τον σκύλο. Το βυσσινί χαλί μύριζε σπίρτο δημόσιων ουρητηρίων. Πιο δίπλα, στον καναπέ Louis XV (γεμάτο Luis το χωλ του ξενοδοχείου), αδιαφορώντας για τα τεκταινόμενα λαγοκοιμόταν ένας αδιάφορος ζωγράφος με τσιγκελωτό μουστάκι, ο Salvador de que Gala -γνωστός στους φίλους του ως ο μεγάλος αυνανιστής- και επηρεασμένος από ένα όνειρο που οφειλόταν στο πέταγμα μέλισσας γύρω από ένα ρόδι, ένα δευτερόλεπτο πριν το ξύπνημα σχεδίαζε ενοχικά το πορτραίτο ενός -κερατωμένου απ’ τον ίδιο- ελληνογάλλου φίλου του, του Παύλου Ελυάρδη.

Ο Luis ο ισπανός ρεσεψιονίστ από τη Calanda, που όταν απ’ τη βάρδια του τη βραδυνή σχολούσε στη κάμαρά του πήγαινε γελώντας να τη βρει κι ώρες πολλές για ταινίες παράξενες μιλούσε, σαλτάρισε και εξανέστη:

-Figlio di puttana, che cazzo fai? Μπουρζουάδες, που θαρρείτε ότι με τη κρυφή γοητεία σας θα με σαγηνεύσετε με κάποιο μπουρμπουάρ για να κρύψω τη φιλοσοφία μου στο μπουντουάρ και να κάνω τα στραβά μάτια!... Μου λερώσατε το χαλί, παλιόσκυλα!

-Αυτός άρχισε πρώτος! μυξόκλαψε ο Jorge Luis και έδειξε το τρομαγμένο σκύλο που μαζεύτηκε στη γωνιά σαν βρεγμένη γάτα.

Ο Luis σκέτο, κινήθηκε επιθετικά προς το μέρος του. Ο Rainer Maria παράτησε την επανάσταση και την ελιτίστικη ποίηση στην ομπρελοθήκη και έσπευσε να υπερασπιστεί το σκοτεινό αντικείμενο του πόθου του, τον μελαμψό ελπιδοφόρο Νέο. Με ένα διπλό άξελ και ένα τριπλό τόλουπ έστρεψε την πλάτη στον ισπανό αρνησίπατρι, αγκάλιασε τον αγαπημένο του και κοιτώντας τον στα ορφικά του μάτια, του εξομολογήθηκε:

Σβήσε τα μάτια μου· μπορώ να σε κοιτάζω,
τ' αυτιά μου σφράγισέ τα, να σ' ακούω μπορώ.
Χωρίς τα πόδια μου μπορώ να 'ρθω σ' εσένα,
και δίχως στόμα, θα μπορώ να σε παρακαλώ.
Κόψε τα χέρια μου, θα σε σφιχταγκαλιάζω,
σαν να ήταν χέρια, όμοια καλά, με την καρδιά.
Σταμάτησέ μου την καρδιά, και θα καρδιοχτυπώ με το κεφάλι.
Κι αν κάμεις το κεφάλι μου σύντριμμα, στάχτη, εγώ
μέσα στο αίμα μου θα σ' έχω πάλι.

Ο Luis σκέτο, έχασκε όπως ο George Best βράδυ Σαββάτου στα μπαρ του Μάντσεστερ με τρεις μισόγυμνες μοντέλες αγκαλιά. «Τι παπαριές είναι αυτά», πρόλαβε να σκεφτεί πριν ακούσει τον εξωτικό Νέο να ρωτάει τον σύντροφό του:

¿ Por qué persistes, incesante espejo ?
¿ Por qué duplicas, misterioso hermano,
el movimiento de mi mano ?
¿ Por qué en la sombra el súbito reflejo ?

Eres el otro yo de que habla el griego
y acechas desde siempre. En la tersura
del agua incierta o del cristal que dura
me buscas y es inútil estar ciego.

El hecho de no verte y de saberte
te agrega horror, cosa de magia que osas
multiplicar la cifra de las cosas

que somos y que abarcan nuestra suerte.
Cuando esté muerto, copiarás a otro
y luego a otro, a otro, a otro, a otro...

-Γαμώ τα ελληνικά σας, είπε απελπισμένα ο ισπανός. Ανάθεμα κι αν καταλαβαίνω γρι! Με αποσυντονίσατε κουλτουριαραίοι του γλυκού νερού! Do t’ ju marë djalli dhe t’ ju ngrejë! πέταξε θυμωμένα σε άπταιστα αλβανικά και αφού σφούγκισε τον μαραμένο σκύλο του έβαλε στο πικ-απ το δίσκο με παλιά ρεμπέτικα «τα Ωραία της Ημέρας».

Η συνέχεια επί της οθόνης (του pc)

14 Απρ 2008

…την ανακύκλωσή σας, κιαρατάδες!*

Στίβες τα χαρτόκουτα στη βεράντα· πίνω καφέ καμαρώνοντας την οικολογική μου ευαισθησία. Πότε όμως θα βγει καμμιά οικολογική κατσαρίδα για παρέα, δεν ξέρω.

Έτυχε να πάω στο καινούριο σπίτι τις γιορτές, τότε που θα ξεκίναγε ο Δήμος (μαζί με άλλους 8 δήμους και κοινότητες, η μισή Βοιωτία δηλαδή) το πρόγραμμα ανακύκλωσης. Με την εγκατάστασή μου κράτησα λίγες μέρες τα κουτιά και τα χαρτόνια των συσκευασιών, εφημερίδες περιοδικά, ζελατίνες, τσάντες, ώστε να μην τα πετάξω με τα συνήθη σκουπίδια. 2 κυβικά για ανακύκλωση στο μπαλκόνι, σαν εικαστική εγκατάσταση ταχτοποιημένα!

Στο καπάκι έρχεται ένα ζευγάρι υπαλλήλων του Δήμου (8μηνίτες συμβασιούχοι - εξαφανίσαμε την ανεργία) για ενημέρωση δια ζώσης και αφού μου άφησαν τη γνωστή τσάντα, παρακάλεσαν να ξεχωρίζω τα σκουπίδια γιατί (εδώ ακούγεται γκονγκ!) την άλλη βδομάδα θα έχουμε στη γειτονιά κάδους ανακύκλωσης! (νταούλια και τα χάλκινα της Φλώρινας εδώ!). Θα αντέξω, Μοναλίζα μου, τέτοια τιμή;

Αρχές του Γενάρη, αυτό. Έχουν περάσει 4 μήνες και οι κάδοι ακόμα ψάχνουν να βρουν το δρόμο για τα Κύθηρα!

Άνοιξε ο καιρός, βγαίνω στη βεράντα για καφέ και ψιθυρίζω το τραγούδι του Ζωρζ Μουστακί: «Ποτέ δεν είμαι μοναχός, έχω τα χαρτόκουτά μου!». Χθες όμως που με ρώτησε το παιδί μου για το θέμα και της εξήγησα την αναμονή, με πληροφόρησε ότι στο νεκροταφείο της πόλης (είναι λίγο goth η μικρή μου, πάει συχνά με τη γιαγιά της εκεί, το κακό είναι ότι την ξαναφέρνει πίσω την τέως πεθερά) πίσω στο θέμα μας πάλι γιατί μερικές φορές παρασύρομαι από αισιόδοξες σκέψεις, στο νεκροταφείο λοιπόν, ένα χλμ. έξω από την πόλη, έχουν τοποθετήσει κάδους ανακύκλωσης! Αμέ πως! το διασταύρωσα: στον παράδρομο κιόλας.

Και σκέφτομαι τώρα:

Να τα βγάλω στον κοινό κάδο που είναι απέναντι ή να τα πάω στη κεντρική πλατεία, όπου και το Δημαρχείο; Ή μήπως να τα θάψω στο νεκροταφείο για να ’βρουν ανάπαψη οι νεκροί του Γ’ ΚουΠουΣου, που ούτε επί επιδοτήσει δεν προωθούν την ανακύκλωση;


* κιαρατάς: ο κερατάς στη ντοπιολαλιά μας.

(Στη φωτογραφία είμαι εγώ που προετοιμάζω το μπαλκόνι για τον καφέ)

9 Απρ 2008

Παιχνίδι για κλάματα!


Θέλω ν’ αγιάσω μα δεν μπορώ. Μου είχα υποσχεθεί να μην ξαναπαίξω στα μπλογκικά παιχνίδια (εκτός αν είναι κάτι πραγματικά ενδιαφέρον όπως πχ να γράψουμε μια ωδή στον Νταλάρα!).

Αλλά θα μπω και σε τούτο το παιχνίδι για 10 λόγους:

  • Η πρόσκληση είναι από την Ανέφελη (μπορώ να σου χαλάσω εγώ χατίρι;)
  • Το αντικείμενο είναι μουσικό και παρασύρομαι.
  • Μ’ αρέσει να εκτίθεμαι (είναι μέρος της διαδικασίας για την απόκτηση θάρρους).
  • Οι υπόλοιποι 7 λόγοι είναι αμαρτήματα.

Πρέπει λοιπόν να φανερώσω τρία τραγούδια που με έχουν κάνει να κλάψω. Με πολλά έχω κλάψει (το έχω αυτό το καλό κακό, να συγκινούμαι μέχρι δακρύων) ακόμα και με σκυλάδικα (άμα σε πετύχουν σε έρωτα προδομένο, ο Κοντολάζος σου ακούγεται σαν Jim Morrison). Θα ονομάσω όμως αυτά που μου έρχονται πιο εύκολα:

* Κάποτε θα ’ρθουν - Παύλος Σιδηρόπουλος

* Φταίω - Σοφία Εμφιετζή

* Otherside - Red Hot Chili Peppers

Ø Bonus Tracks!

2 λούμπεν τραγουδια επειδή έχω φτάσει να κλαίω από τα γέλια μ’ αυτά:

«Τζέμης Μποντ»

και «Μπες στον πύραυλο κυρά μου»

Να καλέσω κι εγώ με τη σειρά μου να εκτεθούν το Χνούδι, η Ερμία και η Μοναλίζα (αν ξαναρνηθείς θα δημοσιεύσω γυμνές φωτογραφίες μου)!


8 Απρ 2008

Δεκαπεντασύλλαβο


Πέτρες πετώ του καθρεφτιού και σπάω τα μυαλά μου

μπροστά να φύγω δε μπορώ, με ζώνουν τα σπαθιά μου.

Μόνος παλεύω να κοπώ, μόνος και να χορέψω,

το φως που έχω στη καρδιά να το γιατροπορέψω.

Κάνω να φύγω μακριά, σιμά με ανταμώνω,

στέκω στο φως μα γδέρνομαι: πουρνάρια θυμωμένα

με αγκυλώνουν μυτερά, σωστά ή γδικιωμένα,

που τη χαρά να σκιάζομαι, το μέλλον να τυφλώνω

στα παραμύθια να βουτώ, στον ήλιο να κρυώνω.


Ό,τι παιδί αγάπησα, κρυφά το νανουρίζω

να μη ξυπνήσει σα πουλί κι εγώ δεν πεταρίζω,

που ’χω μολύβι για φτερά, δοκάνι στα ποδάρια

και τη φωνή να κελαηδώ την έχασα στα ζάρια.

Οι μέρες μου ήταν μπάσταρδα κι οι νύχτες μου πηγάδι·

με πυροφάνι στα βουνά ψαρεύω στα χαμένα

τα ζύγια μου μπας και τα βρω, μα χάνω ως κι εμένα.

Ιαν. 2008

2 Απρ 2008

Όταν ο Rilken συνάντησε τον Borja #3

Αμφίβιον Αφήγημα Εις Συνεχείας
Μέρος Γ' : ΣΤΟΝ "ΠΥΡΓΟ" ΤΗΣ ΟΔΟΥ ΚΑΦΚΑ
(το Α' μέρος εδώ)
(το Β' μέρος εδώ)

Ήταν Άνοιξη στη Πράγα.

O Rainer Maria Rilken και ο Jorge Luis Borja, ξύπνησαν στο ίδιο δωμάτιο, στο ίδιο κρεβάτι ενώ και οι ενοχές με την καύλα εναλλάξ, τρεμόπαιζαν τον άγγελο ή τον δαίμονα στις άκρες των δακτύλων τους, απόγευμα Σαββάτου. «Για τις παλιές αγάπες, μη μιλάς» πρότεινε ο Μείζων. Συγκατένευσε με τη σιωπή του ο Νέος κοιτάζοντας το κουτάκι των προφυλακτικών στο κομοδίνο που έχασκε άδειο, γιατί δεν είχαν εφευρεθεί ακόμα.

Το ξενοδοχείο «Πύργος» ήταν στο τέλος της οδού Κάφκα. Έπιναν αμίλητοι τον καφέ τους όταν μια κατσαρίδα γαργάλησε το πόδι του αθλητή. Πριν προλάβει να σημειολογήσει ο κομμωτής-πρώην αξωματικός, ο λατίνος νέος την αποχύμωσε με τη βοήθεια ενός ογκώδη Προυστ που είχε ξεχαστεί στο κομοδίνο. Χαμένος χρόνος! Στο «κράκ» του εντόμου, ο Rainer μούδιασε. Ανακάλεσε στη μνήμη του την εποχή των στρατιωτικών ασκήσεων στις κροκάλες της λίμνης Μπάλατον, τότε που ένας μεθυσμένος ούγγρος χωριάτης του είχε ξεστομίσει γελώντας σε άπταιστα γερμανικά:

-«Πώς είσαι έτσι, ρε»!

Έξι χρόνια τώρα, ο ήχος που έκαναν τα άρβυλα -έστω και με τακούνια- πάνω στα βότσαλα σε συνδυασμό με τον ενικό του αγροίκου της αγροικίας, του έφερνε αναγούλα. Πήρε βαθειές ανάσες και σκέφτηκε να γράψει ένα ποίημα. Ή να ανακαλύψει ένα σαμπουάν. Το ίδιο του έκανε! Αναλογιζόταν αναποφάσιστα για ώρες, ώσπου τον επανέφερε η φωνή του συντρόφου του:

-Δεν βλέπω τίποτα!

-Φως, περισσότερο φως! αντέτεινε αυθόρμητα.

Είχε νυχτώσει. Άναψαν το φως. Από το κέντρο της πόλης έρχονταν κατά κύματα φωνές. Βελούδινες φωνές. Κάτω στο πεζοδρόμιο του ξενοδοχείου μαζευόταν κόσμος που μιλούσε βελούδινα. Έστησαν αυτί να καταλάβουν τι μπορεί να συμβαίνει. Δυο λέξεις διέκριναν: Λογοτέχνης και Επανάσταση. Επανάσταση, Λογοτέχνης! Ώστε λοιπόν, ο Rainer με το γυναικείο δεύτερο όνομα είχε καταφέρει να ταρακουνήσει το γίγνεσθαι της πατρίδας του, πριν ακόμα θεωρήσει ο ίδιος τον εαυτό του έτοιμο!

-Ντύσου, πρόσταξε τον Jorge Luis, ο κόσμος ζητά να ηγηθώ της Λογοτεχνικής Επανάστασης! Θα κατέβουμε στον λαό για να τον ανεβάσουμε στους λαγαρούς ουρανούς της Πνευματικής Καλλιέργειας! Η Καλλιέπεια της Ποίησης δικαιώνεται με τούτη την Καλλιτεχνική Ανάσταση και την Πολιτική Καλλιγραφία που επιδεικνύει ο λαός -εξαιρουμένων των κρητικών βεβαίως!…

-Εντάξει μπουάνα, αλλά θα πρόσεξες ότι χρησιμοποιείς το συνθετικό «καλλι-» συχνά! Πώς θα γίνω Μείζων Ποιητής με τέτοιο φτωχό λεξιλόγιο;

-Η γλώσσα, αγαπητέ μου, η γλώσσα εν τη χυδαία εννοία της σε ωθεί στην αναγνώριση και όχι οι λέξεις. Και τα σαλόνια επίσης! Όπως συμβαίνει και στο ποδόσφαιρο, πράγμα που γνωρίζεις όσο να ’ναι καλύτερα από εμέ έναν απλό διανοούμενο κομμωτέχνη. Στα γήπεδα πιστεύεις πως παίζεται; Όχι βέβαια! Στα σαλόνια παίζεται κι αυτό! Ίσως και στις κρεβατοκάμαρες, που ακόμα κι εμείς οι ποιητές δεν υποτιμάμε διόλου! Ά, και στην κουζίνα επίσης μαγειρεύονται διακρίσεις!… (αυτό έχει ρίμα, να το γράψω, σκέφτηκε). Αλλά και πάλι, συνέχισε την αλυσίδα της σκέψης του, στον καμπινέ καταλήγουν όλα! (αυτό να μην το γράψω, συνοφρυώθηκε). Τελικά χρειάζεσαι τον χώρο σου για να διακριθείς, διέγνωσε με σηκωμένο δάχτυλο. Με αποπροσανατόλισες όμως, Νέε Ποιητή, ενώ η Επανάσταση με περιμένει!


Η συνέχεια επί της οθόνης (του pc)