Αναγνώστες

30 Νοε 2006

Ο βουκόλος σουρεαλιστής ξαναχτυπά

Ένα καλοκαιρινό πόνημα του βοσκού-ποιητή και φίλου Νίκου Λιόκη, βλέπει με καθυστέρηση (σόρυ Νίκο) το ψηφιακό φώς.



Ο Μικρός Ανατολικός



Πόσο ανευλαβώς τα καπούλια σου σείονται!

Τα δε ποδάρια σου αλληλέγγυα τους δρόμους βομβαρδίζουν

κι οι μπροστινές των παντελονιών καρδιές

με τούρμπο εκκινούν και αιματώνονται και αρματώνονται

τα σύνορα των φερμουάρ να παραβούν ορθοί φαντάροι,

ή ανατινάζοντες τις νάρκες των κομβίων τους

με την ορμή του στυλιαριού τους,

οσονούπω ως καμικάζι ν’ αναφλεγούν.


Του στήθους σου οι φλάσκες μελιτζάνες

ασφυκτιούν και φρίττουν

απ’ την φραγή λανθάνοντος στηθόδεσμου,

που ως κοτετσόσυρμα ελαστικό ορίζει

τον κήπο ή το βλέμμα; πες μας!

Πηγή είναι πάλι, ή καμίνι;

τούτη της φαντασίας μας η σίγουρη κορίτα,

που ένα κορδόνι -αγροφύλαξ κόκκινος-

«φύγε» διατάσσει, και μετανοιώνει: «σκίσε με!».


Τα γλουτιαία διάσελα,

διαφανώς,

καταγγέλλουν τις παλινωδίες σου.


3/7/06


27 Νοε 2006

Πυρ-Παράδεισος



Πόσο δίπλα να κοιτάξεις και να μην καείς,

που ό,τι αγαπάς, μύθος εν καμίνω.

Πόσο μέσα σου να πνίγεσαι

με σιγουριά ανάστασης,

όταν δεξίματα και αναχωρήσεις νανουρίζεις

με παρηγόριες

που αντί μωρό, κάρβουν’ αναμμένα

στην αγκαλιά σου σφίγγεις.

Βαρίδι ο φίλος, πέτρα ο έρωτας,

να μη ρωτάς, να βουτάς μόνο

και πάλι πάτο να μη βρίσκεις.


Παίρνεις ανάσα απ’ την αρχή,

βαθύ πηγάδι ο παράδεισος

και ορυχείο χωρίς στυλώματα,

δε φτάνουν τρεις αρνήσεις να τον βρεις.

Θέλει τους Λαιστρυγόνες ν’ αγαπήσεις

και τους λωτούς της άγνοιας να γευτείς,

να σκύψεις και μόνος σου να σηκωθείς,

να φλέγεσαι και να συγχωρείς,

τη φωτιά με τη φωτιά να σβήνεις.


21 Νοε 2006

Η μνήμη



Η μνήμη δεν ξέρει γράμματα.

Με μυρωδιές μιλάει και με νοήματα

γλώσσας λειψής απ’ αριθμούς κι από στροφές.

Η μνήμη

ίσα ευθεία πάει πίσω σε μέρες και κάμαρες κοντές,

και σε μεγάλες όχθες που σώματα τρυφερά αγκαλιάζονταν

να ξαναγίνει ίσκιος και δέντρο που πετάνε

σε ενεστώτα, αόριστο και μέλλοντα,

η μνήμη που γράμματα δεν ξέρει.


Κείθε μέσα καρτεράει αλαφιασμένη,

και δροσερή σαν το παλιό πρωί επανέρχεται

βροχή και φλόγα και ασβέστης

σαν ξωκκλήσι σε γιορτή καλοκαιριού,

η μνήμη

άβυσσος χαρά στο όνειρο,

ακάλεστη στο μεσημεριανό τραπέζι,

στη νύχτα χάδι και απόσταση,

η μνήμη

πιο τελεσίδικη κι απ’ το θάνατο.


18 Νοε 2006

Α Πορεία


"μετρώ την εποχή με τσίχλες!"

μου απάντησε ο Παρασκευάς, ο περιπτεράς στη συνηθισμένη μου ερώτηση: -πως πάει;
Ούτε που ρώτησα τι εννοεί, κι ας έμεινα με την απορία.


15 Νοε 2006

Πώς ο άνθρωπος γίνεται σκύλος!


Όταν φιλάς το χέρι που σε δάγκωσε,

όταν αγαπάς τα πόδια που σε κλώτσησαν,

όταν της λογικής η μυρωδιά διορθώνει το ένστικτό σου,

όταν μαζεύεις τις πέτρες που σου πέταξαν,

όταν τις πληγές λογαριάζεις για χάδια,

αρχίζεις σιγά-σιγά να γίνεσαι σκύλος.


Όταν στη στάση περιμένεις την βροχή

και σε προγκάνε τα παιδιά,

όταν ντρέπεσαι που ντύθηκες τα ρούχα τους,

όταν την πόρτα του παράδεισου χτυπάς

κι αφού σε κεράσουν γλυκό του κουταλιού

στις λάσπες σε πετάξουν αδιαμαρτύρητο,

τότε σκύλος αρχίζεις να γίνεσαι!


Όταν μεγαλώνουν τα αυτιά σου

αλλά το στόμα σου μαζεύεται,

όταν η μύτη και τα μάτια σου τρέχουν

και σε τρομάζει η φωνή σου,

όταν δεν χωράς στη μέρα

και στη νύχτα περισσεύεις,

όταν ο καθρέφτης σου σε φτύνει

κι εσύ στις ξένες λέξεις ψάχνεις να κρυφτείς,

το αλύχτισμά σου το τρύπιο θα μαρτυρά

πως πάντα σκύλος ήσουν!



10 Νοε 2006

Μια μητέρα μετράει τ' άστρα


« Ξεχάσαμε, οι γονείς. Ξεχάσαμε να ζούμε και το πληρώνουμε πέρα απ' τον δικό μας "θάνατο" με τον καθημερινό "θάνατο" των παιδιών μας. Κι έχει πολλά ονόματα αυτός ο "θάνατος"».


Απέναντι, δίπλα και ανάμεσα σ’ αυτά που θίγονται στο γνωστό γράμμα του Αλέξανδρου, μια γυναίκα (πολύ δική μου) βγάζει το δικό της πνίξιμο.

Παραθέτω ολόκληρο το email:




Αγαπητέ Αλέξανδρε κι αγαπητοί γονείς, Κόρη μου.

Διάβασα την επιστολή σου Αλέξανδρε και χαίρομαι πολύ που τολμάς να πεις τα πράγματα με τ’ όνομά τους. Κι ας μας ρίχνει γροθιά στο στομάχι, αγαπητοί γονείς, κι ας μας πονάει! Καιρός να κάνουμε την αυτοκριτική μας, και να πάψουμε να στρουθοκαμηλίζουμε!


Είμαι, απλά, μητέρα μιας εικοσιτετράχρονης. Μια μητέρα που έφερε το παιδί της στον κόσμο, πολύ μικρή, δεκάξι χρονών.
Στην αρχή δεν ήξερα τί πάει να πει να ΄χεις παιδί. Ήμουνα, βλέπεις, παιδί κι η ίδια. Ένα παιδί που κοίταζε αμήχανα ένα άλλο παιδί.
Τί να κάνω τώρα μ' αυτό το πλάσμα, αναρωτιόμουνα. Και να είστε σίγουροι, έκανα πολλά. Έπαιξα μαζί της σαν συνομήλικη, θύμωσα που μου ΄παιρνε τα παιχνίδια (ή μήπως τη ζωή μου), την έκανα κολλητή μου, τη μάλωσα και τη δίδαξα να’ ναι δυνατή, (έτρεχα όμως να τη σώσω όταν τη ζόριζαν και τη πλήγωναν, δίνοντάς της το μήνυμα ότι δεν μπορεί η ίδια να προστατέψει τον εαυτό της), τη φόρτωσα με τα προβλήματα του γάμου μου με τον πατέρα της, τη λάτρεψα, την γέμισα ενοχές, την έπνιξα με την "αγάπη" μου!


Έκανα κι άλλα πράγματα. Καλά, αυτή τη φορά! Της μίλησα για τη μοναδικότητα και την αξία της ζωής. Της είπα ότι αποτελεί ύβρη για την ίδια τη ζωή, εκείνος ο άνθρωπος που δεν τιμάει τη ζωή του! Την παρότρυνα να παίξει, να ερωτευτεί, να ζήσει! Την κρατούσα από μικρή στην αγκαλιά μου και της διάβαζα λογοτεχνία και ποίηση!
Γούρλωνε όμως τα ματάκια της, μπερδεμένη απ' αυτόν τον άνθρωπο που είχε απέναντί της και της μιλούσε για τη ζωή και με κοιτούσε θλιμμένα. Όπως δεν ήξερα εγώ τί να κάνω μ’ αυτό το πλάσμα που έφερα στον κόσμο, έτσι κι εκείνη έμαθε να μη ξέρει τί να κάνει μ’ αυτή τη μάνα που της έτυχε. Κι έκανε ό,τι μπόρεσε. Έπαιξε σ' αυτό το έργο με χίλιους ρόλους, άλλοτε σαν μάνα μου, άλλοτε σαν κολλητή ή σαν οικογενειακή σύμβουλος. Ανάλογα με το τί έλειπε σε μένα κάθε φορά.


Δεν της έμαθα πως ο μόνος ρόλος που της ταιριάζει, είναι ο ρόλος του παιδιού.
Κι όμως, την αγαπούσα. Ήταν και είναι ό,τι πολυτιμότερο, στη ζωή μου! Μόνο που τα πιο ειδεχθή εγκλήματα είναι αυτά που γίνονται από αμέλεια, στο όνομα της αγάπης!


Και ξέρετε τί είναι αυτό, που έστω κι αργά ,κατάλαβα;
Δεν ήταν το θέμα ότι δεν ήξερα τί να κάνω με τη κόρη μου και πώς πρέπει να είμαι μ’ εκείνη. Μπερδεύτηκα γιατί δεν ήξερα τί να κάνω μ’ εμένα και πώς θέλω να ’μαι στη δική μου τη ζωή. Έλεγα, με όμορφες λογοτεχνικές εκφράσεις, στη κόρη μου να ζήσει και δεν ζούσα εγώ! Δεν τιμούσα η ίδια τη ζωή μου! Τί να καταλάβει το παιδί, λοιπόν; Αντιφατικό το μήνυμα. Βαρύ το χρέος. Ζήσε εσύ, γιατί δεν ζω εγώ!


Κι από πού να πάρει, το έρμο, μαθήματα ζωής; Απ' τους γονείς της που είχαν βουλιάξει τη ζωή τους στο πένθος, που προσέβαλαν ο ένας τον άλλον αλλά δεν χώριζαν για να μη πληγώσουν τάχα το ήδη πληγωμένο τους παιδί;
Κατάλαβα λοιπόν ότι δεν χρειάζεται λόγια, το παιδί. Πράξη ζωής, θέλει απ' τον γονιό του. Σήμερα που κατάλαβα τί σημαίνει ευθύνη γονιού, σήμερα που μπορώ να έχω την ευθύνη της δικής μου ζωής, προσπαθώ να φτιάξω τη σχέση μου μαζί της σε άλλες βάσεις. Την ευχαριστώ που ζει και μου δίνει το περιθώριο να ζητάω συγνώμη.


Να καταλάβει ότι ο γονιός του είναι καλά με τη ζωή του και τις επιλογές του. Κι έτσι να μπορέσει το ίδιο, να πορευτεί στη ζωή του με χρέος μόνο στον εαυτό του κι όχι σ' εκείνους που δούλευαν απ' το πρωί μέχρι το βράδυ για να μη του λείψει τίποτα, που ΄διναν λεφτά για να κάνει ιδιαίτερα μαθήματα κι έτσι να καταξιωθεί "πετυχαίνοντας" σε μια σχολή, στους γονείς που ξέχασαν οι ίδιοι να πετύχουν και κρεμάστηκαν στο λαιμό του, πνίγοντας και το ίδιο!


Ξεχάσαμε, οι γονείς. Ξεχάσαμε να ζούμε και το πληρώνουμε πέρα απ' τον δικό μας "θάνατο" με τον καθημερινό "θάνατο" των παιδιών μας. Κι έχει πολλά ονόματα αυτός ο "θάνατος": βία, παραβατικότητα, κατάθλιψη, χρήση ουσιών και τόσα άλλα, που όταν έρχονται μπροστά μας, τρέχουμε σαν παλαβοί, να βρούμε τις αιτίες που τα προκάλεσαν. Ας μην ψαχνόμαστε αλλού!
Το δικό μας τέλμα, τον δικό μας θάνατο, καθρεφτίζουν, τα παιδιά μας. Εμείς είμαστε η αιτία κι από εμάς η Άνοιξη εξαρτάται!


Σ' ευχαριστώ, Αλέξανδρε!
Συγνώμη, Κόρη μου!


«Μαρία»